Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Οι Ιστορικές εικόνες της " Πρόσφυγος " Παναγίας στον Ελλαδικό χώρο

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Τα δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού(1919) και της Μικρασιατικής καταστροφής(1922) έγιναν αφορμή να μεταφερθούν ιερές Θεομητορικές εικόνες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία στην Ελλάδα. 
Μερικές από αυτές αναφέρονται παρακάτω :

Παναγία Σουμελά


Η Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.

Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.

Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.

Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.

Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του και γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων.

Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».

H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας.

Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.


Παναγία η Μηχανιώτισσα


Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ηρετίσατο εις κατοικίαν εαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική καταστροφή, οι ξεριζωμένοι Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστάθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ, φέρνοντας μαζί τους ό,τι πιο ιερό είχαν, την Αγία και Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «εν ταις θλίψεσι βοηθός» και «εν τοις κινδύνοις ρύστις και προστάτις εν τοις πειρατηρίοις .»


Παναγία η Βουρλιώτισσα


Η Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας, πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου όπως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ Κωνσταντίνου.

Ο χώρος που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, ήταν έρημος και γεμάτος βουρλιές, γι’ αυτό και τα Βουρλά πήραν το όνομά τους, διότι ο τόπος τριγύρω είχε πολλές βουρλιές. Ενας βοσκός που έβοσκε εκεί το κοπάδι του, έβλεπε τις νύχτες να φέγγει ανάμεσα στα χόρτα, κάποιο φως, αλλά και την ημέρα έβλεπε κάποιο πρόβατο να πηγαίνει προς τα κει και να χάνεται μέσα στη πυκνή βλάστηση.

Το παρακολούθησε ο βοσκός και τότε ανακάλυψε ότι εκεί έτρεχε ένα μικρό ποταμάκι σαν Αγίασμα, αλλά υπήρχε και μια εικόνα, θαυμαστής τέχνης. Ο βοσκός γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και πήρε την εικόνα. Το γεγονός μαθεύτηκε και οι Χριστιανοί με ευλάβεια, έχτισαν καταρχήν μικρή εκκλησία για να φυλάξουν το μικρό εικόνισμα και την ονόμασαν Εύρεση.

Το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο, σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.

Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.

Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Αγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ότι ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά – Παναγία, δηλαδή Μαύρη – Παναγιά. Όλο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα, έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστοιύ, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω δε στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας.

Για τη θαυματουργή αυτή εκόνα μιλούσαν όχι μόνο στη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρά Ασία. Μάλιστα, και οι Τούρκοι λένε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία. Το δεκαπενταύγουστο σύρρεε στα Βουρλά, πληθώρα προσκυνητών. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά, με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα και τις Φώκεες.

Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι “Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”. Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι. Ήταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ό,τι ήθελαν να γίνει καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.

Το δεκαπενταύγουστο του 1822, ενώ τελούνταν η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά!
 και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.

Στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα φτιάχτηκε ένα μικρό εκκλησάκι της Ευρέσεως και δίπλα η μεγάλη εκκλησία όπου μέσα εκεί φυλασσόταν η εικόνα. Το 1922 μετά τις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπήκαν στα Βουρλά και τα κατέστρεψαν. Βεβήλωσαν, έκλεψαν και στο τέλος έκαψαν την εκκλησία. Άγνωστο πως και από ποιον η εικόνα βρέθηκε στην Νέα Φιλαδέλφεια.

Σώζεται επίσης και η εξής ιστορία:
Ένας Βουρλιώτης ονόματι Παναγιώτης είχε αμφιβολίες για το αν αυτή είναι η εικόνα. Το βράδυ στον ύπνο του φανερώθηκε η Παναγία λέγοντάς του: Παναγιώτη παιδί μου γιατί δεν με πιστεύεις, είμαι η Βουρλιωτίνα. Η Εικόνα της Παναγίας υπέστη φθορές από ακόμα μία φωτιά η οποία συνέβη την παραμονή της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο και ανήμερα της επετείου των εγκαινίων της εκκλησίας. Το ασημένιο κάλυμμα τοποθετήθηκε στη Φιλαδέλφεια ως ευγνωμοσύνη προς την Παναγία τους από μία Βουρλώτισσα η οποία πήρε κάποιο σεβαστό ποσό από το ταμείο ανταλλαξίμων μετά την καταστροφή. Έχει επιτελέσει πληθώρα θαυμάτων και αποτελεί πόλο έλξης για τους Χριστιανούς, Μικρασιάτες και μη.


Παναγία η Γρηγορούσα


Μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών (Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ), ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1852. Αλλά και ο νεότερος ναός, εγγεγραμμένος σταυροειδής μετά τρούλου (με αξιοσημείωτη εικονογράφηση του επταννήσιου αγιογράφου Δ. Πελεκάση), υπέστη με τη σειρά του εκτεταμένη ανακαίνιση το 1922.

Το 1945 αφιερώθηκε στο ναό η μικρασιατική εικόνα της Παναγίας της Γρηγορούσας και το 1948 αναγνωρίστηκε ως προσκύνημα.


Παναγία Γουμερά


Βρίσκεται βόρεια και σε μικρή απόσταση από την Κοινότητα Μακρυνίτσας, στις νότιες υπώρειες του όρους Μπέλλες. Η επωνυμία της «Παναγία Γουμερά» αποτελεί ανάμνηση ομώνυμης μονής που υπήρχε σε περιοχή του Πόντου από το 10
ο αιώνα.

Η μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου κτίστηκε το 1971 από τον εδρεύοντα στην Αθήνα σύλλογο «Παναγία Γουμερά», αποτελούμενο από πρόσφυγες του Πόντου και συγκεκριμένα από την περιοχή της «Παναγίας Γουμερά».

Οι πρόσφυγες μετέφεραν από τη μονή του Πόντου παλαιό ευαγγέλιο, φορητή εικόνα της Θεοτόκου και κειμήλια εναποκείμενα σήμερα στη νέα ομώνυμη μονή. Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο.


Γοργοεπήκοος Μάνδρα Αττικής


Γύρω στα 1800 κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος ξεκίνησε να πάει στη Μικρά Ασία όπου υπήρχαν μετόχια αγιορείτικα, φέρνοντας μαζί του και αγιογραφημένες εικόνες για να τις πουλήσει. Μια από αυτές τις εικόνες, ποιος ξέρει με πόσες νηστείες και προσευχές αγιογραφημένη, ήταν της Παναγίας της επονομαζόμενης Γοργοεπηκόου. Την εικόνα αγόρασε στη Σμύρνη μια οικογένεια ευσεβής, που με τα χρόνια την έδινε πολύτιμη κληρονομιά σε κάθε πρωτότοκο. Έτσι ήρθε και στα χέρια της Ιφιγένειας.

Πρώτο γνωστό θαύμα :
Μία μέρα του 1907, όταν η Ιφιγένεια Αναπλιώτου, ἠταν βρέφος στην κούνια, όπως της διηγούντο οι γονείς της συνέβη το έξης θαυμάσιο:

Οι γονείς γευμάτιζαν στον κάτω όροφο του σπιτιού τους, όταν από τον επάνω όροφο, πού ήταν η κούνια με το παιδί, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος πού όλοι ξαφνιάστηκαν, ιδίως η μητέρα της Ελευθερία, που φώναξε τρομαγμένη μήπως της απήγαγαν το παιδί, και αμέσως έτρεξαν να δουν τί συμβαίνει.

Και αυτό που αντίκρισαν ήταν κάτι το απίστευτο. Η εικόνα μόνη της είχε κατέβει από το εικονοστάσι, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο, και είχε σταθεί όρθια στο κιγκλίδωμα της κούνιας, ενώ το βρέφος κοιμόταν ήσυχο και αμέριμνο. Τρόμαξαν, σάστισαν, έτρεξαν και φώναξαν τον ιερέα και έκαναν μια κατανυκτική παράκληση στην Παναγία και με δέος την έβαλαν πάλι στο εικονοστάσι. Αυτό το θαυμάσιο γεγονός το γιόρταζαν την ίδια μέρα κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, κάνοντας αγρυπνία στο σπίτι τους.

Όταν το 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και ο διωγμός, η οικογένεια της Ελευθερίας κατόρθωσε να περάσει στη Μυτιλήνη. Μέσα στα ελάχιστα πράγματα που μπόρεσαν, όπως όλοι, να πάρουν μαζί τους, πρώτη ήταν η εικόνα αυτή της Παναγίας. Στη Μυτιλήνη όπου εγκαταστάθηκαν η μητέρα της Ιφιγένειας, Ελευθερία, κάθε 8
η Σεπτεμβρίου γιόρταζε την Παναγία εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματός της στη Σμύρνη.

Φλεγόμενη και μη καιόμενη μια χρονιά, 8 Σεπτεμβρίου, θα γιόρταζαν την Παναγία και όπως πάντα η Ελευθερία κατέβασε την εικόνα να την περιποιηθεί. Με πολλή ευλάβεια την καθάρισε και έτριψε το φωτοστέφανο της να γυαλίσει με αμμωνία, χωρίς να ξέρει φυσικά, ότι προκαλούσε φθορά στην εικόνα, που υπάρχει ως τώρα. Αφού την τακτοποίησε, την ακούμπησε στο τραπέζι που ήταν ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι, όπου υπήρχαν και θρησκευτικά βιβλία. Κάποια στιγμή, που βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, φύσηξε δυνατός αέρας από το ανοικτό παράθυρο και σήκωσε το πετσετάκι που ακουμπούσε το αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι.

Πήρε φωτιά μια άκρη, έπεσε ένα αναμμένο κομμάτι στο τραπέζι άναψαν τα βιβλία, κάηκε το τραπέζι και στη στιγμή μεταδόθηκε η φωτιά σ΄ όλο το δωμάτιο. Η Ελευθερία, καίτοι κάπως βαρήκοη λόγω της ηλικίας της, άκουσε κάποιους χτύπους.

Απορώντας τί να είναι, βγήκε στη πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Οι χτύποι όμως συνεχίζονταν πιο έντονα, και τότε ανέβηκε επάνω και μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, πετάχτηκαν φλόγες και καπνοί. Ζαλίστηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και με κόπο μπόρεσε να φωνάξει τους γειτόνους να σβήσουν τη φωτιά.

Όταν τελικά μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο, και έψαχνε με τα μάτια μέσα να διακρίνει κάτι στις φλόγες, που ακόμα κρατούσαν, Θεέ μου μεγαλοδύναμε, τί ήταν αυτό που αντίκρισε. Η εικόνα της Παναγίας, ανάμεσα στις φλόγες και στους καπνούς την κοίταζε από μακρυά, χαμογελαστή, με κείνο το γλυκύτατο της μειδίαμα, ανέγγιχτη από τη φωτιά, και από τους καπνούς ώστε να λάμπει έτσι όπως την είχε γυαλίσει η ίδια.

Οι φλόγες την είχαν σεβαστεί, και μήτε ίχνος καπνού την είχε αμαυρώσει. Όλη η οικογένεια φύλαγαν και αυτό το θαύμα σαν πολύτιμο μαργαριτάρι στην καρδιά τους.

Η δημιουργία της Μονής.
Τέσσερις Μοναχές ξεκίνησαν να κτίσουν ένα Μοναστήρι Ησυχαστήριο. Μια μέρα (Ιανουάριο του 1965), ήρθαν στην Αθήνα, και έμεναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι μιας εξ΄ αυτών, που ήταν εξοχικό, στα Μελίσσια. Εκεί, εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και συγχρόνως έψαχναν, για έναν κατάλληλο τόπο, για να κτίσουν σιγά-σιγά το Μοναστήρι τους.

Τέλος, βρήκαν έναν τόπο στο Καπανδρίτι, τους άρεσε, και έδωσαν και μια προκαταβολή. Η σκέψη τους ήταν, να παραγγείλουν στο Άγιον Όρος μια Εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, στο όνομα της οποίας θα αφιέρωναν το Μοναστήρι.

Μια μέρα ήρθε να τις επισκεφθεί μια γυναίκα. Η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού έμεινε αρκετά μαζί τους, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας:
- Πρέπει να πηγαίνω, γιατί έχω να περάσω από την εκκλησία, να πάρω μια Εικόνα μου, που την πήγα για τους «Χαιρετισμούς». Ξέρετε, μαθεύτηκε πως είναι πολύ θαυματουργή, και μου ζήτησαν να την πάω, να την προσκυνήσουν. Αλλά την ξύνουν οι γυναίκες, και φοβάμαι, πως θα μου την αλλοιώσουν. Μετά, τους διηγήθηκε, ότι την έφερε άπ’ τη Σμύρνη. Ότι ήταν Εικόνισμα οικογενειακό, και από γενιά σε γενιά, ερχόταν πάντα στο πρώτο παιδί της οικογενείας, και τελευταία, ήρθε στα χέρια της….

Σε ποια Χάρη της Παναγίας είναι η Εικόνα; Ρώτησαν εκείνες πολύ συγκινημένες 
- Είναι η Παναγία, η Γοργοεπήκοος, απάντησε η γυναίκα.
- Ω, γλυκεία αγαλλίαση, κι ω, τρυφερή λαχτάρα, που πλημμύρισε την καρδιά, των τεσσάρων αφοσιωμένων Μοναχών.
- Και μεις, στην Γοργοεπήκοο θα αφιερώσουμε το Μοναστήρι μας, είπαν. Δεν μας την δίνεις την Εικόνα;

Αρνήθηκε ευγενικά, και κείνες δεν επέμεναν. Αυτά, έγιναν στα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Προς το Πάσχα, τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι θα τους δώσει την Εικόνα, όταν θα κτίσουν το μοναστήρι. Είπε ακόμα, πως και κείνη πάντα ονειρευόταν να της κτίσει μία εκκλησία, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Φαντάζεστε τη χαρά όλων, και πόσες ευχαριστίες έκαναν στην Παναγία, και στη Θεία Οικονομία οι Μοναχές, κατασυγκινημένες. Από τότε, πέρασαν μερικοί μήνες.

Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το 1965, την παρακάλεσαν να τους δώσει, για λίγο, την Εικόνα, για να βγάλουν μερικές φωτογραφίες της, γιατί θα έκαναν την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία, στο Καπανδρίτι. Την έδωσε ευχαρίστως και όταν πήγαν να την επιστρέψουν τους είπε:« Κρατήστε την»…

Από κείνη την ευλογημένη ώρα, το Εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Γοργοεπηκόου, βρίσκεται στα χέρια τους, και με την χάρη της και τη δύναμή της, κτίστηκε η Ιερά Μονή Μάνδρας.

πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, Η Κυρία Γοργοεπήκοος: Από την αιματωβαμένη Σμύρνη στα βουνά της Μάνδρας, έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής, 2002.



Παναγία η Σκουπιώτισσα



Τα Νέα Ρόδα είναι παραθαλάσσιος οικισμός του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο στενότερο σημείο της χερσονήσου του Άθω και βρέχεται από τη θάλασσα από δύο πλευρές.


Κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία , η αλιεία και ο τουρισμός. Απέχει 6 χιλιόμετρα από την Ιερισσό.

Κύριος ναός είναι ο ναός της Θεοτόκου και του Αγ. Νικολάου, στον οποίο βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που μεταφέρθηκε από τους πρώτους κάτοικους, πρόσφυγες από τα Σκοπιά της νήσου Αλώνης, της θάλασσας του Μαρμαρά.



Η Παναγία της Άγκυρας



Εικόνα από την έκθεση με τα κειμήλια των ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ από τον Πόντο και την Μικρά Ασία..(18
ος αιώνας)



Η Παναγία η Περαμιώτισσα



Σύμφωνα με την παράδοση και τις μαρτυρίες των κατοίκων που πέρασαν από γενιά σε γενιά μέχρι τις μέρες μας, το λιμάνι της Νέας Περάμου χρησιμοποιήθηκε το 1919 για την επιβίβαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, με προορισμό τα παράλια της Μικράς Ασίας.


Το τελευταίο βράδυ πριν από την αναχώρηση, ένας στρατιώτης ονειρεύτηκε την εικόνα της Παναγίας στον τόπο όπου κατασκήνωσαν. Το όνειρο κρίθηκε ως θεϊκό σημάδι και την επομένη, σκάβοντας, βρέθηκε μια μικρή εικόνα σε οβάλ σχήμα, που αναπαριστούσε τη Θεοτόκο βρεφοκρατούσα.

Οι πρόσφυγες, που το 1922 και το 1923 ήρθαν από την παλιά Πέραμο στην Καβάλα για να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν μια νέα πατρίδα, κατασκεύασαν έναν μικρό ναΐσκο για να φυλάξουν την εικόνα της Παναγίας. Το 1945, στην ίδια θέση, με χρήματα κατοίκων της περιοχής, ανεγέρθη το σημερινό παρεκκλήσι. Δυστυχώς, η οβάλ εικόνα της Παναγίας κλάπηκε το 1977, μαζί με τάματα και αφιερώματα.

Η μοναδική αυτή ιστορία ταυτίζεται με την ιστορία μιας άλλης εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης, που βρισκόταν στο Μοναστήρι της Λανγκάδας στην παλιά Πέραμο, την οποία οι κάτοικοι τιμούσαν στις 15 Αυγούστου. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης ή Περαμιώτισας, μετά την καταστροφή του 1922 μεταφέρθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Πέραμο συνέδεσαν την οβάλ εικόνα της Παναγίας με τη δική τους εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που δεν μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους. Έτσι, αποφάσισαν να τιμούν την εκκλησία που ανέγειραν στην είσοδο της Νέας Περάμου, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Το 1938, ο μακαριστός ιερέας Δημοσθένης Θεοδωρίδης αγιογράφησε ένα πιστό αντίγραφο της Παναγίας Φανερωμένης, μικρότερων διαστάσεων, που όμως για τους κατοίκους της Νέας Περάμου έχει ιδιαίτερη συναισθηματική και θρησκευτική αξία. Κάθε χρόνο, την παραμονή της μεγάλης Θεομητορικής γιορτής, η εικόνα μεταφέρεται με λιτανεία από το ναό του Αγίου Νικολάου, όπου φυλάσσεται, στο παρεκκλήσι στην είσοδο της Νέας Περάμου για να την προσκυνήσουν οι πιστοί.



Παναγία Φανερωμένη Νέας Ηρακλείτσας



Η Χαριτόβρυτος Εικών της Παναγίας της Φανερωμένης ευρέθη το έτος 1700 μ.Χ. στην παλαιά Ηρακλείτσα της Aνατoλικής Θράκης από τρεις μοναχές των οποίων τα ονόματα είναι Aγνή, Tατιανή και Παϊσία.


Κατά την παράδοση λοιπόν που διατηρήθηκε ζωντανή μέχρι και τις μέρες μας υπήρχε ένας εκεί ένας παλαιότατoς πύργος εγκαταλελειμμένος, στον οποίο οι μοναχές θέλησαν να μονάσουν. Μυστηριώδεις κρότοι έκαναν τον κόσμο να φοβάται ακόμα και να πλησιάσει τον Πύργο. Παρά ταύτα όμως οι μοναχές απεφάσισαν να βρουν την αιτία των θορύβων.

Μία εξ αυτών η Tατιανή, ψάχνοντας βρήκε ένα σημείο στον τοίχο του Πύργου και σκάβοντας ανακάλυψαν μία κρύπτη εντός της οποίας ήταν εντοιχισμένο το θαυματουργό Εικόνισμα της Παναγίας. Το ανερμήνευτo από κάθε λoγική πλευρά είναι το γεγονός ότι μπροστά στην Εικόνα έκαιγε αναμμένο ένα καντηλάκι.

Μόλις όμως οι μοναχές επεχείρησαν να πάρουν το καντήλι μπροστά από την Εικόνα για να την βγάλουν από την κρύπτη το καντήλι έσβησε! Η απoστoλή του να φωτίζει την εικόνα μέσα στη κρύπτη είχε πλέον ολοκληρωθεί. Πιθανόν η Εικόνα να είχε εντοιχιστεί μέσα στον τοίχο για να διαφυλαχθεί κατά τα χρόνια των Εικονομάχων.

Tα χρόνια πέρασαν από τότε... κτίσθηκε μεγαλoπρεπής Ναός στο σημείο της Ευρέσεως ο οποίος ήταν μετόχι της Ιεράς Aυτoκρατoρικής Moνής των Iβήρων του Αγίου Όρους. Ο Ναός αυτός γκρεμίσθηκε από τους Τούρκους κι μετετράπη σε στάβλο!

Με την καταστρoφή του 1922 η Εικόνα μεταφέρθηκε για ασφάλεια στην μoνή των Iβήρων του Αγίου Όρους. Η Ιερά Moνή απέδωσε την Εικόνα στους κατοίκους της Ηρακλείτσας 10 χρόνια μετά το 1932 και έπειτα από πολλές προσπάθειες.

Η αγία Εικών έχει δύο ονομασίες. Παναγία Φανερωμένη επειδή φανερώθηκε με θαυματουργικό τρόπο και Παναγία της Κρύπτης διότι βρέθηκε μέσα στην κρύπτη. Με την πάροδο των χρόνων όμως επεκράτησε η πρώτη ονομασία δηλαδή Φανερωμένη.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά στο βιβλίο από τις εκδόσεις του Ιερού Πρoσκυνήματoς Παναγίας Φανερωμένης Νέας Ηρακλείτσης «ΕΛΠΙΣ ΑΠΗΛΠΙΣΜΕΝΩΝ» στο οποίο περιγράφονται με ιστορικά στοιχεία όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν την εύρεση της Αγίας Εικόνος.

Επίσης πρέπει να τονίσουμε πώς η αγία Εικών βρίσκετε στον Ιερό Ναό της Παναγίας από το 1932 και επιτελεί καθημερινά εκατοντάδες θαύματα στους πιστούς που κάθε χρόνο κατά χιλιάδες προσέρχονται στο μικρό χωριό της Νέας Ηρακλείτσας για να πρoσκυνήσoυν από κοντά την Αγία Εικόνα.



Η Παναγία η Φανερωμένη Νέας Αρτάκης



Ο Ναός της Παναγίας της Φανερωμένης, βρίσκεται στην πόλη της Νέας Αρτάκης και σε απόσταση περίπου 8 χλμ από τη Χαλκίδα. Ο ναός κτίστηκε το 1951 και ονομάστηκε έτσι από το θαύμα της εμφάνισης της Παναγίας, ενώ θεωρείται από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Εύβοιας.


Γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και κατασκευάστηκε από τους Αρτακιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Είναι εύκολα προσβάσιμη με όλα τα μέσα και συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό πιστών καθώς θεωρείται θαυματουργή.

Το όνομά Της, Φανερωμένη, μας φέρνει σε αλησμόνητους τόπους και μας γυρνά πολύ πίσω στο χρόνο. Στην αγιασμένη γη της Μικράς Ασίας, στους πρόποδες του Όρους Δινδύμου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κύζικο, κατά τον 12ο αιώνα μ. Χ.

Εκεί, όπως η παράδοση μας πληροφορεί, ανακαλύφθηκε, κατά θαυμαστό τρόπο, ανάμεσα στους θάμνους, στον τόπο του ναού της αρχαίας θεάς Κυβέλης, Ιερά και Σεβασμία Εικόνα της Θεοτόκου, την οποία οι κάτοικοι της Κυζίκου ονόμασαν Φανερωμένη.

Στο τόπο της ευρέσεως της Ιεράς Εικόνος, μάλιστα, ανήγειραν ομώνυμη Ιερά Μονή της «Παναγίας της Φανερωμένης», όπου και φυλασσόταν η Ιερά Εικόνα μέχρι το έτος 1922, οπότε οι κάτοικοι της Κυζίκου αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να αναζητήσουν νέα πατρίδα. Φεύγοντας από τον τόπο τους, πρώτον απ’ όλους τους πολύτιμους θησαυρούς τους πήραν την Ιερά Εικόνα της Φανερωμένης.

Πορευόμενοι οι Αρτακινοί προς την Ελλάδα, διήλθαν από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε γνώση της παρουσίας της Ιεράς Εικόνος στην Πόλη, την παρέλαβαν Κληρικοί του με τις πρέπουσες τιμές και την εναπέθεσαν στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ

Τρεις δεκαετίες μετά το βίαιο αποχωρισμό των Αρτακινών από τη μάνα Μικρασιατική γη και τη Μητέρα τους Παναγία τη Φανερωμένη, τη μεσημβρία της 29ης Απριλίου 1951, Κυριακής του Πάσχα, συνέβη, στη νέα τους πατρίδα, τη Νέα Αρτάκη Ευβοίας, ένα θαυμαστό γεγονός, το οποίο επρόκειτο να σημαδέψει την εκκλησιαστική ζωή τους.

Οκτώ κορίτσια, ηλικίας 10 – 12 ετών, βρίσκονταν σε παραλιακή τοποθεσία και μέσα στο αναστάσιμο κλίμα της ημέρας έπαιζαν και τραγουδούσαν. Ξαφνικά, σε μικρή απόσταση από τον τόπο που βρίσκονταν πρόσεξαν μία μαυροφορεμένη, εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, γονατιστή και σε στάση προσευχής. Στα χέρια Της φορούσε χρυσά επιμανίκια και στο κεφάλι Της είχε μαύρη καλύπτρα και φωτοστέφανα.

Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ταράχτηκαν και γεμάτα φόβο έφυγαν από τον τόπο για να ειδοποιήσουν τους γονείς τους. Όμως, όταν εκείνοι κατέφθασαν στον τόπο, η μαυροφορεμένη γυναίκα είχε εξαφανισθεί. Όχι όμως και τα ίχνη της παρουσίας της. Τα αποτυπώματα των γονάτων της βρίσκονταν ακόμη στο χώμα.

Τα μικρά κορίτσια ανέφεραν τα γεγονότα στον Εφημέριο του χωριού, τον μακαριστό π. Σπυρίδωνα Αθανασίου και εκείνος στον επίσης μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο (Πλειαθό) (1922 – 1968), ο οποίος κάλεσε τα κορίτσια που του επιβεβαίωσαν το θαύμα, λέγοντάς του μάλιστα ότι η γυναίκα εμφανίσθηκε και στον ύπνο τους, λέγοντάς τους ότι είναι η Παναγία και ότι στον τόπο της εμφανίσεώς Της έπρεπε να χτίσουν Εκκλησία. Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Μητροπολίτης έδωσε την κανονική ευλογία του για να ανεγερθεί Ιερός Ναός προς τιμήν της Παναγίας, ο οποίος αργότερα έλαβε τη νομική μορφή του Ιερού Προσκυνήματος.

ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ

Ο θεμέλιος λίθος του Ιερού Ναού κατατέθηκε από τον Μητροπολίτη Γρηγόριο την 12η Αυγούστου 1951. Από τότε ξεκίνησε η προσφορά των ανθρώπων προς την Παναγία, η οποία συνεχίζεται ως τις μέρες μας, ως πολύτιμη παρακαταθήκη που κατέλιπαν σε εμάς οι πρόγονοί μας.

Το Ιερό Προσκύνημα ανοικοδομήθηκε και απέκτησε ένα θαυμάσιο Ιερό Ναό, για να δοξολογείται το όνομα του Θεού και να μεγαλύνεται το όνομα της Παναγίας Μητέρας Του, του οποίου τα Εγκαίνια τελέσθηκαν το 1969 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο (Σελέντη) (1968 - 1974).

Στον τόπο της Παναγιοφανείας ανηγέρθη Ιερόν Παρεκκλήσιον, άνωθεν δε αυτού το κωδωνοστάσιον του Ιερού Ναού.