Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Η ελεημοσύνη ως περικεφαλαία και η νηστεία ως μάχαιρα παθών


Ένα πνευματικό κεφάλαιο Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας που προβάλλει η Εκκλησία μας την Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η ελεημοσύνη.

Πρόκειται για υψίστη κίνηση αγάπης του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο, κίνηση μίμησης της Θεϊκής προς τον άνθρωπο αγάπης που έφθασε μέχρι και αυτής της σταυρικής θυσίας του Θεανθρώπου.

Η με ποικίλους τρόπους αγαπητική κίνηση του ανθρώπου προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό του συνιστά απόδειξη πίστεως, βεβαίωση γνήσιας και υγιούς προσευχής. Εγγύηση αυθεντικής Χριστιανικής αγάπης.

Η σπουδαιότητα της ελεημοσύνης και της φιλανθρωπίας αποκαλύφθηκε από τον ίδιο τον Κύριό μας στην περίφημη επί του όρους ομιλία Του, όταν εξηγούσε, με απλά λόγια, στη σκηνή της μελλούσης και τελικής κρίσεως, ότι η ελεημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει, ως το κλειδί που θα ανοίξει τις πύλες του παραδείσου: 

«Τότε ερεί ο Βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.

Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με.

Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες, Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο Βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».


Γι’ αυτήν, ο Μέγας Βασίλειος, θέλοντας να τονίσει και να υπογραμμίσει τη σημασία και το μεγαλείο της έγραφε: «Ουκ ηλέησας, ουκ ελεηθήση. Ουκ ήνοιξας την οικίαν, αποπεμφθήση της Βασιλείας. Ουκ έδωκας τον άρτον, ου λήψη την αιώνιον ζωήν».

Τί γίνεται, όμως, στην πράξη; Αν γυρίσουμε το βλέμμα της μνήμης μας στο πρόσφατο παρελθόν, θα δούμε ότι οι άνθρωποι, παρά τις πολλές και σημαντικές στερήσεις τους, παρά τις περιπέτειες της ζωής και 
τις αναποδιές του βίου, ποτέ δεν έπαψαν να ζουν και να υπάρχουν για τον διπλανό τους. Έστεκαν αρωγοί και συμπαραστάτες στον πόνο και τις δοκιμασίες μοιράζοντας τη θλίψη, συμμετείχαν στις χαρές και τις επιτυχίες διπλασιάζοντας την ευτυχία. Δεν δίσταζαν να δώσουν το χέρι για να προσφέρουν ζωή, δύναμη, κουράγιο, προσφέροντας από το υστέρημά τους την υλική βοήθεια, αλλά από το περίσσευμα της καρδιάς τους την αγάπη. 

Είχαν αναπτύξει μεταξύ τους ένα περίτεχνο σύστημα μιας ανεπιτήδευτης αλληλεγγύης, που δεν έκανε διακρίσεις, που πρόσφερε τα πάντα σε όλους και δεν ζητούσε ανταπόδοση, αφού γέμιζε με τη χαρά της προσφοράς. Και ο κόσμος ήταν πράγματι όμορφος, πραγματικό στολίδι στο χρόνο, που απολάμβανε την απλότητά του. Ήταν η εποχή που, κάνοντας πράξη το όραμα του Ιησού Χριστού για αγάπη, ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, οι άνθρωποι βίωναν το αίσθημα της πίστεως στην πράξη, βλέποντας Εκείνον στο πρόσωπο του φτωχού, του πεινασμένου, του ασθενούς, του φυλακισμένου, του ανήμπορου, του διωκομένου, του αδικημένου, του ορφανού, του γέροντος, του πολύτεκνου, του παιδιού με ειδικές ανάγκες, του μοναχικού, βαστάζοντας «αλλήλων τα βάρη».

Όμως, οι εποχές άλλαξαν και σήμερα πλέον «ο αδελφός στον αδελφό δε δίνει φως», αφού το ιερό αίσθημα της μεταξύ των ανθρώπων αλληλεγγύης έχει διαδεχθεί το απόλυτο συμφέρον, η περιποίηση του «εγώ» μας και ο απίστευτος και απάνθρωπος «ωχαδελφισμός». Ο «εαυτουλισμός» έγινε ιδεολογία των περισσοτέρων, σήμα κατατεθέν της «πολιτισμένης» εποχής μας. 

Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το θέλημα του Θεού και η συνεχής, αγχώδης και εργώδης επιχείρηση αποθέωσης των κατακτήσεών του στέρησαν την εσωτερική ευδαιμονία της κοινωνικής συμπαράστασης και αλληλεγγύης και τη δυνατότητα να κοιτάξει πέριξ του εαυτού του και ν’ αντικρίσει το δράμα του κόσμου. Και έτσι, άφησε να στήνονται συνεχώς δίπλα του «βωμοί» αφιερωμένοι στη μοναξιά, στην εγκατάλειψη, στην αδιαφορία, στην απάθεια.

Μοναδική αχτίδα φωτός στο ζοφερό σκοτάδι του σύγχρονου κοινωνικού παραλογισμού είναι η Εκκλησία μας με το πλούσιο και συστηματικά καλλιεργημένο κοινωνικό δίκτυο παρέμβασης και φιλανθρωπικής διακονίας. Η Εκκλησία που βάλλεται συνεχώς, πανταχόθεν, άλλοτε γιατί έχει άποψη και άλλοτε γιατί δεν έχει. Αλλά όλοι οι καταγγέλλοντες κρατούν αυτήν την τόσο απαξιωτική στάση απέναντί Της, απλά γιατί δεν μπορούν αλλιώς ν’ αντιμετωπίσουν την αλήθεια, μια αλήθεια που αποκαλύπτει, με πάσα σαφήνεια, ότι η Εκκλησία μας αποτελεί τον γνήσιο και αυθεντικό εκφραστή της αγάπης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, όπως αυτές προσωποποιούνται στο πρόσωπό του Θεανθρώπου Ιησού, αφού κάνει πράξη, συνεχώς στη δισχιλιετή παρουσία της στην ιστορία, τις Ευαγγελικές και Αποστολικές επιταγές, «βαστάζοντας τα ασθενήματα των αδυνάτων». 

Έτσι, κουβαλώντας με ευλάβεια αυτήν την ιερή παρακαταθήκη, καθίσταται σήμερα ο σπουδαιότερος κοινωνικός εταίρος του Κράτους, αφού συντηρεί, με όση περιουσία της έχουν αφήσει οι κατά καιρούς επιτήδειοι, εκατοντάδες ιδρύματα σε όλη την Ελληνική επικράτεια, αφορώντα στα παιδιά από τη βρεφική τους ακόμα ηλικία, στην οικογένεια, στους νέους, στους γέροντες, στις άγαμες μητέρες, στις κακοποιημένες γυναίκες και καταγράφει συνεχώς στο ενεργητικό της πρακτικές πρωτοποριακές που κάνουν τους καλόπιστους ανθρώπους να τρίβουν τα μάτια τους από θαυμασμό αναγνωρίζοντας, τελικά, την τεράστια σημασία της ευεργητικής παρουσίας της. 

Είναι εκείνη που στέκεται δίπλα στον πόνο των ανθρώπων και διαθέτει τα στελέχη της, που εργάζονται στους κόλπους της εθελοντικά και από αγάπη, προκειμένου ν’ απαλύνει πληγές και να επουλώσει τραύματα ψυχής και σώματος. 

Είναι εκείνη που δεν κάνει ουδεμία διάκριση, κατά την άσκηση του κοινωνικού της έργου και νοιάζεται για όλους, Έλληνες και μη, Ορθοδόξους ή αλλοδόξους ή και αλλοθρήσκους, γιατί γνωρίζει και διαλαλεί ότι όλοι είμαστε παιδιά του Θεού που έχουμε ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη και όχι από την απραξία των λόγων και των υποσχέσεων και την «αδάπανον ευλάβειαν», κατά τον Μέγα Βασίλειο. Παράλληλα, η ίδια η Εκκλησία είναι αυτή που διδάσκει στο λαό μας την αλληλεγγύη όχι μόνον ως κοινωνική αρετή, αλλά και ως καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου, για να γίνει ο κόσμος μας ομορφότερος και λιγότερο δηκτικός και απάνθρωπος.

Ποτέ δεν είναι αργά, όλοι μας και ο καθένας ξεχωριστά, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τον εαυτό μας, το συνάνθρωπο και το Θεό, να νιώσουμε, επιτέλους, ότι κοινωνία σημαίνει αλληλεξάρτηση και να μη διστάσουμε να δούμε κατάματα τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας, την απουσία της αγάπης που συχνά χαρακτηρίζει τη ζωή μας.

Αυτή η επιχείρηση αυτοκριτικής, αν είναι ειλικρινής, σίγουρα θα μας οδηγήσει στην αυτογνωσία, διά της οποίας θα μπορέσουμε, κάποια στιγμή, να κατανοήσουμε ότι εκείνος που ζητά αγάπη και αλληλεγγύη, ουσιαστικά μας προσφέρει περισσότερα, αφού μας μετατρέπει σε όργανα του Θεού για τη βελτίωση του κόσμου.

Έσχατο μεν αλλά όχι αμελητέο εφόδιο με το οποίο η Εκκλησία μας μάς εφοδιάζει κατά την ασκητική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η νηστεία η οποία εκριζώνει από την καρδιά κάθε κακία. Τελικός σκοπός της νηστείας, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «είναι η κάθαρση της ψυχής. Ποιά μπορεί να είναι η ωφέλεια από την αποχή από τις υλικές τροφές, που θα την ακολουθούσε ήττα και υποδούλωση στα σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος», ερωτά ο άγιος Γρηγόριος, «αν απέχει κανείς από την οινοποσία και τη μέθη ή ακόμα αν πιέζει τον εαυτό του στην άσκηση της δίψας, όταν ταράσσεται η ψυχή του από την οργή, τον θυμό ή και τη μαγεία; Ποιό είναι το κέρδος που θα προκύψει όταν δεν γεύεται κανείς από τα εδέσματα μιάς πλούσιας τράπεζας, αν εξακολουθεί να έχει αταπείνωτη την ψυχή και το φρόνημα;»

Ποιά είναι, όμως, ακριβώς η αληθινή νηστεία, εκείνη που πράγματι μπορεί και ενεργεί με αυτόν τον ριζοσπαστικό και σωστικό τρόπο στη ζωή του Χριστιανού; Περιορίζεται αυτή μόνο στην αποχή από κάποιες τροφές, λαμβάνει δηλ. μία τυπική και άκρως περιορισμένη διάσταση ή είναι κάτι πολύ σημαντικότερο και ουσιαστικότερο; 

Είναι αλήθεια πως, στη συνείδηση των Χριστιανών, πολλές φορές η νηστεία είναι μία έννοια που δεν ερμηνεύεται σωστά. Σχετίζεται απλά με την αποχή από διάφορα εδέσματα, δεν υστερεί, όμως, ούτε σε ποιότητα ούτε σε ποσότητα. Με τον τρόπο αυτό χάνει, δυστυχώς, το βαθύτερο νόημα και την ουσία της που υπερβαίνουν την τυπική τήρηση κάποιων διατάξεων, ουσιαστικών μεν αλλά όχι αποκλειστικών ως προς την σωτηρία μας και στερεί από τον άνθρωπο την μετοχή του στην ουσιαστική νηστεία και γι’ αυτό καρποφόρο για την ψυχική του και όχι μόνο υγεία.

Σκοπός συνολικά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής «δεν είναι να μας επιβάλει πιεστικά μερικές τυπικές υποχρεώσεις, αλλά να “μαλακώσει” την καρδιά μας τόσο ώστε να μπορεί ν’ ανοιχτεί στις πραγματικότητες του πνεύματος, ν’ αποκτήσει την εμπειρία της κρυμμένης “δίψας και πείνας” για επικοινωνία με το Θεό». 

Κατ’ αναλογία, σ’ αυτή την πνευματική σκοποθεσία στοχεύουν και τα μέσα που μας χαρίζει η Εκκλησία μας αυτήν την περίοδο στα οποία πρέπει να αποδώσουμε βαθύτερο και πνευματικότερο περιεχόμενο, ούτως ώστε να τα καταστήσουμε λειτουργικά και ουσιαστικά για την ψυχική μας ισορροπία.

Από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός καθορίζει τις σωστές διαστάσεις της νηστείας: «ουχί τοιαύτην νηστείαν εγώ εξελεξάμην, λέγει Κύριος, αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας, διάλυε στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, απόστελλε τεθραυσμένους εν αφέσει και πάσαν συγγραφήν άδικον διάσπα. Διάθρυπτε πεινώντι τον άρτον σου και πτωχούς αστέγους είσαγε εις τον οίκον σου. Εάν ίδης γυμνόν, περίβαλε». Δεν έχει καμία αξία να απέχει κανείς από τις υλικές τροφές και να είναι άδικος προς τους άλλους, να μη συγχωρεί και να κλείνει τα μάτια στη δυστυχία και τα προβλήματα του κόσμου. Έτσι μεταβάλλεται σε ένα στυγνό τυπολάτρη ουδεμία σχέση έχοντα με τον υγιή Ορθόδοξο, άρα αγαπητικό, τρόπο ζωής που επαγγέλλεται ο Θεός.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όταν γράφει ότι σωστή και αληθινή νηστεία δεν είναι εκείνη που σκοπό έχει να εξαντλήσει το σώμα, αλλά εκείνη που γίνεται «προς μαρασμόν επιθυμίας, προς ταπείνωσιν της ψυχής, προς μίσους μεταποίησιν, προς θυμού σβέσιν, προς μνησικακίας απάλειψιν, προς διανοίας και προσευχής εργασίαν και καθαρότητα». 

Ενώ δέκα αιώνες πριν ο Ιερός Χρυσόστομος, αντιλαμβανόμενος τη διαστρέβλωση του σκοπού και του ήθους το οποίο συνοδεύει την αληθινή νηστεία στη ζωή της Εκκλησίας, εξέφραζε το παράπονό του προς τους Χριστιανούς: «Στεναχωριέμαι και υποφέρω όταν νομίζετε σεις ότι αρκεί μονάχα η σωματική νηστεία για τη σωτηρία σας, ακόμα κι αν αμελείτε όλα τα άλλα έργα, τη στιγμή που αυτή βρίσκεται στο τέλος του χορού της αρετής. Διότι το μέγιστον είναι η αγάπη και η συγχωρητικότης και η ελεημοσύνη, η οποία ξεπέρασε και την παρθενία».

Ο μεγάλος πειρασμός για τους Χριστιανούς, όσον αφορά στην χρηστικότητα και στη σημασία της νηστείας, έχει να κάνει με το αν αυτή αντιμετωπίζεται στα όριά της, ως μέσον δηλ. για να πλησιάσει κανείς τον Θεό ή αν υπερτονίζεται ως αυτοσκοπός της πνευματικής ζωής. 

Στην πρώτη περίπτωση λειτουργεί κατασταλτικά στον αγώνα κατά των παθών, ενώ στη δεύτερη ερεθίζει την επικίνδυνη ευσεβιστική έπαρση και αλαζονεία. Αυτόν τον πειρασμό έρχεται να αντιμετωπίσει ο άγιος Διάδοχος Φωτικής τονίζοντας τα εξής: «η νηστεία έχει μεν αξία από μόνη της, όχι όμως και εν αναφορά προς τον Θεό. Διότι αποτελεί απλώς ένα μέσον που βοηθάει τους αγωνιζόμενους για την σωφροσύνη τους. Επομένως, δεν πρέπει να φρονούν, οι αγωνιστές της ευσεβούς ζωής, ότι κάνουν κάτι σπουδαίο νηστεύοντες, αλλά να περιμένουν μόνο το τέλος του σκοπού τους έχοντας πίστη στη βοήθεια του Θεού. Διότι και αυτοί που γνωρίζουν διάφορες τέχνες, δεν επαίρονται ποτέ για το αποτέλεσμα των τεχνικών προσπαθειών τους από τα εργαλεία τους, αλλά καθένας από αυτούς περιμένει να αποδείξει την τελειότητα της τέχνης του από το έργο που κατασκεύασε». 

Υπομνηματίζοντας τον άγιο Διάδοχο ο σοφός Αγιορείτης π. Θεόκλητος Διονυσιάτης σημειώνει ότι «οι άνθρωποι, βεβαίως, υπόκεινται σε πλάνες και πολλοί πλανώνται σε ποικίλους τομείς. Μια μορφή πλάνης είναι και η ταύτιση μέσων και σκοπού… Ο πειρασμός ευρίσκεται πάντα κοντά στους αγωνιζομένους ανά πάσαν στιγμήν να καυχηθούν για τις ασκητικές επιδόσεις των, μία εκ των οποίων, αναγκαιοτάτη δε, είναι και η νηστεία. 

Ο άγιος Διάδοχος περιορίζει εδώ την ωφελιμότητα της νηστείας εις την σωφροσύνην, ενώ η ενέργειά της έχει καθολικότερον χαρακτήρα… Η σωφροσύνη σώματος και ψυχής, επειδή εξαρτάται και από άλλους παράγοντες και κυρίως από την Χάριν του Θεού, δεν επιτυγχάνεται παρά με χρόνον και πόνον πολύν, γι’ αυτό η καύχησις διά τας νηστείας μας αποτελεί αφροσύνην».


(Αρχιμ. Επιφανίου Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονες προσεγγίσεις», 
εκδ. Ίνδικτος, 2006, σ. 358-366)