Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Περὶ τῶν 8 λογισμῶν, Ἡ ἐγκράτεια τῆς κοιλιᾶς (α')

Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος

ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ὁ ὅσιος πατέρας μας Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος ζοῦσε ὅταν βασίλευε ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρός, γύρω στὸ ἔτος 451 μ.Χ. Ἀπὸ τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἔγραψε, συμπεριλήφθηκε ἐδῶ ὁ λόγος «Περὶ τῶν ὀχτὼ λογισμῶν»,
 (περὶ γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας).  

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανός, ὁ ἐπικαλούμενος Ρωμαῖος, ἀνήκει στὴ χορεία τῶν ἀσκητικῶν συγγραφέων. Ἀφοῦ μόνασε στὰ μοναστικὰ κέντρα τῆς Αἰγύπτου, ἔγινε μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἀργότερα ἔκτισε μοναστήρι στὴ Μασσαλία, στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡγούμενος. Ἔλαβε μέρος στὶς ἀκραῖες ἀντιθέσεις μεταξὺ Αὐγουστίνου καὶ Πελαγίου, ὑποστηρίζοντας τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία ἀπορρίπτεται ἐξίσου τόσο ὁ ἀπόλυτος προορισμός τοῦ πρώτου, ὅσο καὶ ἡ αὐτάρκεια τῆς φύσεως τοῦ δευτέρου.

Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς – τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 29 Φεβρουαρίου – ἔγραψε ἔργα ἀσκητικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας ξεχώρισαν τὸ λόγο «περὶ τῶν ὀκτώ τῆς κακίας λογισμῶν», ποὺ ἀπέστειλε στὸν ἐπίσκοπο Κάστορα, καὶ τὸν λόγο «περὶ διακρίσεως», ποὺ ἔστειλε στὸν ἡγούμενο Λεόντιο. Τόσο ὁ ἕνας ὅσο καὶ ὁ ἄλλος λόγος εἶναι πολὺ ὠφέλιμοι καὶ στάζουν χάρη, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο. Πράγματι πρόκειται γιὰ συστηματικὴ μελέτη τῶν «ὀκτὼ λογισμῶν τῆς κακίας», ὅπου συμπυκνώνονται ἡ ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν Ἁγίων ποὺ βίωσαν τὶς διάφορες φάσεις
τῶν ἐνεργημάτων τῶν παθῶν αὐτῶν.

Οἱ «λογισμοὶ» κατὰ βάθος ἀποτελοῦν τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅταν, ἀπὸ τὴν μὴ σωστὴ χρήση τους, σταδιακὰ γίνονται ἕξεις, ἀποκτοῦν δύναμη, στερεώνονται στὴν ψυχή, ἀναχωνεύονται μὲ τὴ νοερὴ οὐσία της καὶ μεταβάλλονται σὲ «σκληρὲς οὐσίες», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.

Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς προβαίνει στὴν ἀνάλυση τῶν «λογισμῶν» αὐτῶν, ἀκολουθώντας ὁρισμένους ἁγίους Πατέρες ποὺ διακρίνουν τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας σὲ ὑπερηφάνεια καὶ κενοδοξία καὶ ἀριθμοῦν τὰ θανάσιμα πάθη σὲ ὀκτώ, ἐνῶ ἄλλοι θεωροῦν τὴν κενοδοξία ὡς μία ἐνέργεια τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τὰ ἀριθμοῦν σὲ ἑπτά, ὅπως ἔχει πλέον ἐπικρατήσει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Τὸ περὶ παθῶν τῆς ψυχῆς θέμα ἀγνοεῖται ἀπὸ πολλοὺς καὶ τὰ πάθη θεωροῦνται ὡς συμφυὴ μὲ τὴ φύση της, ἐνῶ πρόκειται γιὰ παραφυσικὲς καταστάσεις, ἡ ἀφετηρία τῶν ὁποίων εἶναι ὁ λογισμός. Καὶ εἶναι καταπληκτικὸ τὸ φαινόμενο, κατὰ τὸ ὁποῖο μία νοερὴ οὐσία ἀγαθή, θεόπλαστη «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση Θεοῦ», ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ (μαζὶ μὲ τὸ σῶμα), ἀποκτάει τὰ τυραννικὰ αὐτὰ πάθη ἐξ ἀφορμῆς τῆς σφαλερῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας της.

Φαίνεται περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ θανάσιμα πάθη, (θανάσιμα γιατί πεθαίνει πνευματικῶς ἡ ψυχή), σχηματίζονται σταδιακὰ ἀπὸ ἔννοιες. Ὅμως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν κλασσικὴ φιλοσοφία, ὅτι εἶχε γίνει παραδεκτό, πὼς ἡ συνήθεια, ἡ ἕξη, δημιουργεῖ δεύτερη φύση. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὰ διάφορα πάθη ἀποτελοῦν στερεωμένους λογισμούς, ποὺ ἔχουν ἐπαναληφθεῖ καὶ ἔχουν βιωθεῖ. Κλασσικὸ εἶναι τὸ ἀπόφθεγμα: «ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν». Ἡ ἐπανάληψη μιᾶς σκέψεως, μιᾶς ἰδέας, μιᾶς φαντασίας ἀποκτάει ἀνάλογη δύναμη, εἴτε πονηρὴ εἶναι εἴτε ἀγαθή.

Ἀλλὰ γιὰ τὰ ἀγαθὰ πάθη δὲν γίνεται λόγος ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανό. Στὴν ὑπόψη πραγματεία προβαίνει σὲ μία διεξοδικὴ ἀνάλυση τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν ὡς πρὸς τὴ γένεσή τους καὶ τὴ θεραπεία τους, ἀκολουθώντας τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ παράδοση ποὺ θεμελιώνεται στὶς θεῖες Γραφές, στὶς ὁποῖες συνεχῶς παραπέμπει. Μὲ τὶς λεπτὲς παρατηρήσεις του ἐπάνω στὰ πάθη, προσφέρει πολύτιμη ὑπηρεσία στὴν Ἐκκλησία.



ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΑΣΤΟΡΑ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΧΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ


1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ

Πρῶτα θὰ κάνω λόγο γιὰ τὴν ἐγκράτεια στὰ φαγητά, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη τῆς γαστριμαργίας, καὶ γιὰ τὸν τρόπο τῶν νηστειῶν καὶ τὴν ποσότητα τῶν φαγητῶν. Καὶ αὐτά, ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καθὼς παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. 

Ἐκεῖνοι λοιπόν, δὲν ἔχουν παραδώσει ἕνα κανόνα νηστείας, οὔτε ἕνα τρόπο τῆς διατροφῆς, οὔτε τὸ ἴδιο μέτρο, γιατί δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια δύναμη, εἴτε λόγω ἡλικίας, εἴτε ἀσθένειας, εἴτε καλύτερης συνήθειας τοῦ σώματος. Ἔχουν ὅμως παραδώσει σὲ ὅλους ἕνα σκοπό, νὰ ἀποφεύγομε τὴν ἀφθονία καὶ νὰ ἀποστρεφόμαστε τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς. 

Ἔχουν δεῖ στὴν πράξη ὅτι εἶναι ὠφελιμότερο καὶ βοηθᾶ στὴν καθαρότητα τὸ νὰ τρώει κανεὶς μία φορὰ τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὸ νὰ τρώει κάθε τρεῖς ἢ τέσσερις ἢ ἑφτὰ ἡμέρες. Γιατί λένε, ἐκεῖνος ποὺ ἐπεκτείνεται ὑπέρμετρα στὴ νηστεία, ὑπέρμετρα κατόπιν τρώει. Καὶ ἀπὸ αὐτό, ἄλλοτε ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολῆς τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν τροφὴ ἀτονεῖ τὸ σῶμα καὶ γίνεται πιὸ ἀπρόθυμο γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐργασίες, καὶ ἄλλοτε ὅταν γεμίσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τροφῶν προκαλεῖ ἀμέλεια καὶ ἐξασθένηση τῆς ψυχῆς.

Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες δοκίμασαν καὶ εἶδαν ὅτι δὲν εἶναι γιὰ ὅλους κατάλληλη ἡ διατροφὴ μὲ χόρτα, οὔτε μὲ ὄσπρια, οὔτε ὅλοι μποροῦν νὰ τρέφονται μόνο μὲ ξερὸ ψωμί. Καὶ ἄλλος, καθὼς εἶπαν, ἐνῶ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινᾶ ἀκόμη, ἐνῶ ἄλλος τρώει μία λίτρα ἢ ἕξ οὐγγιὲς καὶ χορταίνει.

Σὲ ὅλους λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἕνα κανόνα ἐγκράτειας ἔχουν παραδώσει, τὸ νὰ μὴν ξεγελιοῦνται μὲ τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς(Παροιμ. 24, 15), οὔτε νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὴν ἡδονή τοῦ λάρυγγα. Γιατί δὲν εἶναι μόνο ἡ διαφορὰ τῆς ποιότητας τῶν τροφῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ποσότητα ποὺ ἀνάβει τὰ πυρωμένα βέλη(Ἐφ. 6,16) τῆς πορνείας. 

Γιατί μὲ ὁποιαδήποτε τροφὴ ὅταν γεμίσει ἡ κοιλιά, γεννᾶ τὸ σπόρο τῆς διαφθορᾶς. Καὶ πάλι δὲν εἶναι μόνο ἡ κραιπάλη τοῦ κρασιοῦ ποὺ φέρνει μέθη στὴ διάνοια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀφθονία τοῦ νεροῦ καὶ κάθε τροφῆς ἡ ὑπερβολικὴ χρήση, τὴ ζαλίζει καὶ φέρνει νύστα σ' αὐτήν. Αἰτία τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδομιτῶν δὲν ἦταν ἡ κραιπάλη τοῦ κρασιοῦ καὶ τῶν διαφόρων φαγητῶν, ἀλλὰ ἡ ἀφθονία τοῦ ἄρτου, κατὰ τὸν προφήτη(Ἰεζ. 16,49).

Ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὅταν δώσομε στὸ σῶμα ἐκεῖνα ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀσθένεια, ὄχι ὅ,τι θέλει ἡ ἡδονή. Τὶς τροφὲς τὶς χρησιμοποιοῦμε τόσο ὥστε νὰ ζήσομε, ὄχι γιὰ νὰ σκλαβωθοῦμε στὶς ὁρμὲς τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ μετρημένη καὶ μέσα σὲ λογικὰ ὅρια τροφὴ βοηθᾶ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, δὲν ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητα. Ἀκριβὴς κανόνας ἐγκράτειας, ὅπως παρέδωσαν οἱ Πατέρες, εἶναι νὰ σταματοῦμε νὰ τρῶμε πρὶν χορτάσομε. Καὶ ὁ Ἀπόστολος ποὺ εἶπε: «Μὴ φροντίζετε γιὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς ἐπιθυμίες της»(Ρωμ. 13,14), δὲν ἐμπόδισε τὴν ἀναγκαία κυβέρνηση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀπαγόρευσε τὴν φιλήδονη φροντίδα.

Ἄλλωστε, γιὰ τὴν τέλεια καθαρότητα τῆς ψυχῆς, δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἐγκράτεια στὰ φαγητά, ἂν δὲν συντρέχουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές. Λοιπόν, ἡ ταπείνωση μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν καταπόνηση τοῦ σώματος, ὠφελοῦν πολύ. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία, ὄχι μόνον τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴν τὰ ἐπιθυμεῖ, ὁδηγεῖ στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἀπὸ τὴν λύπη, ἀπὸ τὴν κενοδοξία, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ὅλα αὐτὰ προξενοῦν τὴ γενικὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Τὴ μερικὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς, μέσω τῆς σωφροσύνης, ἰδιαίτερα κατορθώνουν ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια. Γιατί εἶναι ἀδύνατον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γεμάτη τὴν κοιλιά του, νὰ κάνει νοερὸ πόλεμο ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας.

Ὥστε λοιπὸν πρῶτος ἀγώνας μας ἂς εἶναι νὰ συγκρατοῦμε τὴν κοιλιά μας καὶ νὰ ὑποδουλώνομε τὸ σῶμα. Ὄχι μόνο μὲ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀγρυπνία καὶ κόπο καὶ πνευματικὰ ἀναγνώσματα καὶ μὲ τὸ νὰ μαζεύομε τὴν καρδιά μας πάνω στὸ φόβο τῆς κολάσεως καὶ στὸν πόθο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

(Συνεχίζεται...)