Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Λόγος Ηθικός Ε'


Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου


ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε'


Σε μετάφραση

Προς εκείνους που νομίζουν ότι έχουν το Άγιον Πνεύμα, δίχως να το γνωρίζουν και δεν αντιλαμβάνονται καθόλου την ενέργειά Του. Και προς εκείνους που λέγουν ότι κανείς άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν δεν μπορεί να ιδή την δόξαν του Αγίου Πνεύματος, και απόδειξις αυτών με αγιογραφικά χωρία. 


Και ότι δεν υπάρχει φθό­νος εις τους αγίους, όταν με κάθε αρετή προσπαθούμε να γίνωμε όμοιοι με αυτούς. Και με ποιον τρόπον βλέπει κα­νείς τον Θεόν, και ότι αυτός που έφθασε σε τέτοια μέτρα, ώστε να βλέπη τον Θεόν, κατά το δυνατόν, ήδη από αυ­τήν την ζωήν αρχίζει να γεύεται και την απόλαυσιν, η ο­ποία θα δοθή εις τους αγίους κατά την μέλλουσαν ζωήν. 

Και ότι όσα λέγει, ή κάνει ή γράφει αυτός ο άνθρωπος, ό­χι αυτός, αλλά το Άγιον Πνεύμα που ομιλεί (Ματθ. 10, 20) μέσα του, τα λέγει και τα γράφει. Και ότι όποιος αθε­τεί τους λόγους του ανθρώπου αυτού ή τους παρερμηνεύ­ει, αμαρτάνει και βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ενεργεί και λαλεί μέσα εις τον άνθρωπον αυτόν.


* * *

Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως


Θείαν έλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εισδεξάμενος, εν τη ψυχή σου, φωστήρ εν κόσμω εδείχθης λαμπρότατος, δια­σκεδάζων αυτού την σκοτόμαιναν, και πάντας πείθων ζητείν ην απώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αυτό εκτενώς ι­κέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον


Τω φωτί λαμπόμενος, τω Τρισηλίω θεόφρον, θεολό­γος γέγονας, της Υπερθέου Τριάδος. άνωθεν, σοφίαν λόγων καταπλουτήσας, έβλυσας, θεολογίας ένθεα ρεί­θρα, εξ ων πίνοντες βοώμεν. χαίροις θεόφρον, Συμεών Όσιε.


Μεγαλυνάριον


Άπασαν την αίσθησιν υπερβάς, εκ των υπέρ φύσιν, θεαμάτων τας δωρεάς, θεολόγω γλώσση, ω Συμεών πορθμεύεις, καλλιγραφών τον τρόπον τον της θεώσεως.


Ο Όσιος και Θεοφόρος πατήρ ημών Συμεών ο Νέος Θεολό­γος (956-1036), εκοιμήθη την 12ην Μαρτίου και εορτάζεται την 12ην Οκτωβρίου.


Να και πάλιν εγώ απευθύνομαι προς αυτούς που λέ­γουν ότι έχουν Πνεύμα Άγιον, δίχως να το γνωρίζουν, και νομίζουν ότι το απέκτησαν με το Θείον Βάπτισμα μέσα τους. Νομίζουν ότι έχουν τον θησαυρόν (Β' Κορ. 4, 7), αλλά όμως καταλαβαίνουν ότι ο εαυτός τους είναι εντελώς άδειος από αυτόν. Προς εκείνους που ομολογούν ότι εις το άγιον Βάπτισμα δεν αισθάνθηκαν τελείως τί­ποτε, αλλά πιστεύουν ότι από τότε η δωρεά του Θεού κα­τοίκησε μέσα τους και μέχρι τώρα υπάρχει μέσα εις την ψυχήν τους, δίχως να την καταλαβαίνουν και να την αισθάνωνται. Και όχι μόνον προς αυτούς (απευθύνομαι) αλλά και προς εκείνους που λέγουν ότι δεν έλαβαν ποτέ καμμίαν αίσθησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια της θεωρίας και αποκαλύψεως, αλλά μόνον με την πίστι και τον λογισμό. Και δεν εδέχθησαν την Χάρι δια της ε­μπειρίας αλλά την κρατούν μέσα τους με την ακρόασι των θείων λόγων.

Θα παραθέσω, λοιπόν, όσα λέγουν, και άκουσε τι ι­σχυρίζονται αυτοί οι δήθεν σοφοί και επιστήμονες (Δευτ. 1, 13. Πρβλ. Ησ. 5, 21) κατά την γνώμη τους: 

«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, λέγει ο Παύλος, Χρι­στόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Τι λοιπόν; Δεν είμεθα κι εμείς βαπτισμένοι; Εάν βαπτισθήκαμε, είναι φανερόν, όπως λέγει ο Απόστολος, ότι έχομεν ενδυθή τον Χριστόν. Αυτός είναι ο πρώτος ισχυρισμός τους και η απόδειξίς του, δια του αγιογραφικού χωρίου.

Τι θα μπορούσαμε να απαντήσωμε, όχι εμείς, αλλά το Άγιον Πνεύμα, προς αυτούς; Αυτό το ένδυμα, τι λέτε ότι είναι, άνθρωποι, ο Χριστός; Ναι, λέγουν. Ο Χριστός δηλαδή είναι κάτι -δια να ομιλήσω κι εγώ σαν άφρων προς ανόητους- ή δεν είναι; Είναι κάτι, βεβαίως θα πουν, εάν δεν έχουν χάσει τελείως τα λογικά τους. Εάν, όμως, ομολογείτε ότι είναι κάτι, πέστε τι είναι. Δια να διδάξετε πρώτα τους εαυτούς σας να μην ομιλούν σαν ά­πιστοι, αλλά σαν πιστοί. 

Τι άλλο, βεβαίως, είναι ο Χριστός αν όχι Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε αληθινά τέ­λειος άνθρωπος; Αφού το παραδέχεσθε, αυτό, πέστε μας και για ποιον λόγον έγινε ο Θεός άνθρωπος; Οπωσδήποτε, σύμφωνα με την διδασκαλία των Θείων Γραφών και τα ίδια τα γεγονότα που συνέβησαν και συμβαίνουν συνεχώς -ακόμη κι αν εσείς τα αγνοείτε μη θέλοντας να τα ακούσετε- για να κάνη τον άνθρωπον Θεόν (Ιω. 1, 12. Γαλ. 4, 5). Και με ποιον τρόπον κατεργάζεται την θέωσι του ανθρώπου; Δια της σαρκός ή δια της Θεότητός Του; Βεβαίως δια της Θεότητος. 

«Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν, το πνεύμα εστιν το ζωοποιούν» (Ιω. 6, 63). Εάν, λοιπόν, δια της Θεότητός Του εθέωσε πρώτα την σάρκα την οποία προσέλαβε, και εμάς όλους μας ζωοποιεί όχι με την φθαρτή σάρκα, αλλά με την θεωθείσα σάρκα Του. Ώστε ποτέ και με κανένα τρόπο να μην τον θεωρήσωμε άνθρωπο αλλά να Τον ομολογήσωμε ένα Θεόν τέλειον με δύο φύσεις -διότι ένας είναι ο Θεός- επειδή το φθαρτόν κατεπόθη υπό της αφθαρσίας (Α' Κορ. 15, 54), και το σώμα δεν αφανίσθηκε από το ασώματον, αλλά το σώ­μα ηλλοιώθη τελείως και μένει ασύγχυτον, αρρήτως αναμεμιγμένο και ενωμένο με την Τριαδική Θεότητα, δια μίξεως αμίκτου, ώστε να προσκυνείται ένας Θεός σε τρία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και καμμία προσθήκη να μη γίνη εις τον αριθ­μό των Προσώπων, λόγω της ενανθρωπήσεως, ούτε να υποστή καμμίαν μεταβολήν η Αγία Τριάς εκ του ανθρω­πίνου σώματος.

Δια ποιον λόγον τα λέγω αυτά; Δια να γνωρίσης εκ των προτέρων αυτά που ωμολόγησες, όταν σε ρώτησα. Να μη παρεκκλίνης εξ αγνοίας από την ευθείαν οδόν των νοημάτων και εμάς να κουράσης και εις την ψυχήν σου να προσθέσης περισσότερον κρίμα.

Πάλιν, όμως, θα σου υπενθυμίσω με συντομία όσα είπαμε, δια να γίνουν κατανοητά και αυτά που θα πω παρακάτω. Είναι, λοιπόν, ο Χριστός. Τι είναι όμως; Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε και τέλειος άνθρωπος, αληθινά. Και έγινε άνθρωπος -που δεν ήτο πριν- δια να κάνη Θεόν τον άνθρωπον -που ποτέ προηγουμένως δεν είχε γίνει. Και μας εθέωσε και θα μας θεοποιεί όχι μόνον δια της σαρκός Του. διότι αυτή δεν χωρίζεται. 

Πρόσεχε τώρα και απάντησέ μου με σύνεσι καθώς θα σε ρωτώ (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Εάν οι βαπτισμένοι ενδύονται τον Χριστόν (Γαλ. 3, 27), τι είναι αυτό που ενδύονται; Ο Θεός. Και αυτός που εφόρεσε τον Θεόν δεν καταλαβαίνει νοερώς και δεν βλέπει τι εφόρεσε; Αυτός που είναι γυμνός και ενδύεται καταλαβαί­νει το ένδυμα και το βλέπει. Και αυτός που είναι γυμνός εις την ψυχήν, όταν ενδύεται τον Θεόν δεν τον καταλα­βαίνει; Εάν δεν αισθάνεται ο ενδυόμενος τον Θεόν, τι τέλος πάντων εφόρεσε; Λοιπόν, για σένα ο Θεός δεν εί­ναι παρά ένα τίποτε! Διότι αν ήτο κάτι, αυτοί που θα τον εφορούσαν, θα Τον καταλάβαιναν. Διότι, όταν δεν ενδυόμεθα τίποτε, δεν καταλαβαίνομε τίποτε. Ενώ, όταν ενδυόμεθα κάτι εμείς οι ίδιοι, ή κάποιοι άλλοι μας εν­δύουν, το καταλαβαίνομε πολύ καλά, εάν βέβαια οι αι­σθήσεις μας λειτουργούν σωστά. Διότι μόνον οι νεκροί δεν καταλαβαίνουν όταν τους ενδύουν και φοβούμαι μή­πως και αυτοί που τα ισχυρίζονται αυτά είναι πράγματι νεκροί και γυμνοί. Και έτσι απαντήθηκε το ζητούμενο.

Έπειτα, λέγουν το εξής: «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α' Θεσσ. 5, 19) παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος, και καθώς το λέγουν, επειδή δεν γνωρίζουν το νόημα των λό­γων, φανερώνουν την άγνοιά τους. Επειδή αυτός που λέ­γει, «μη σβήσης την λαμπάδα» δεν ομιλεί για μια λαμπά­δα που έσβησε, αλλά για μια λαμπάδα που καίει και λά­μπει το φως της. Προς αυτούς πάλι, απαντούμε τα εξής:

Τι λοιπόν; Μήπως βλέπετε καθόλου μέσα σας, άν­θρωποι, το Πνεύμα να καίγεται και να λάμπη, όπως είναι εύλογον; Και εις αυτό όχι μόνον δεν αποκρίνονται τίπο­τε, αλλά και στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, αλλά­ζουν έκφρασι και δυσανασχετούν σαν να άκουσαν κά­ποια βλασφημία. Έπειτα, δείχνουν φιλοτιμία προς εκεί­νον που τους ρώτησε, υποκρίνονται δήθεν τον πράο και απαντούν ήρεμα: 

«Και ποιος ποτέ θα τολμήση να πη ότι είδε το Πνεύμα ή ότι το είδε καθ' ολοκληρίαν;». Μακριά η βλασφημία! «Θεόν, λέγει, ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιω. 1, 18). Πω! πω! Τι σκοτάδι! Ποιος το είπε αυτό, πες μας. 

«Ο μονογενής, λέγει, Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πα­τρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Αυτά που λέγεις είναι αληθινά και η μαρτυρία σου είναι αληθινή, αλλά στρέφεσαι εναντίον της ψυχής σου. Διότι, εάν εγώ σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Υιόν του Θεού να σου λέγη ό­τι αυτό είναι δυνατόν, τι θα πης;

 Διότι λέγει: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14, 9). Αυτό δεν το εί­πε όσον αφορά την δράσι της ανθρωπίνης σαρκός Του, αλλά την αποκάλυψι της Θεότητός Του. Διότι εάν εννοήσωμε ότι αυτό συμβαίνει κατά την σωματική του φανέρωσι, τότε και αυτοί που Τον εσταύρωσαν και Τον έπτυ­σαν, είδαν εις το πρόσωπό Του τον Πατέρα. Και έτσι δεν υπάρχει καμμία διαφορά και διάκρισις μεταξύ πιστών και απίστων, αλλά όλοι εξ ίσου επέτυχαν και συνεχίζουν να επιτυγχάνουν τον ποθούμενο μακαρισμό, και είδαν ό­λοι τον Θεόν. Αλλά όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, ό­χι δεν είναι έτσι. Όπως πάλι δείχνει και ο ίδιος, όταν συνομιλή με τους Ιουδαίους και λέγει: «Ει εγνώκειτέ με, και τον Πατέρα μου εγνώκειτέ αν» (Ιωάν. 14, 7).

Ότι είναι δυνατόν να δούμε τον Θεόν, όσον βεβαίως είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να τον δη, άκουσε και τον ίδιον τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού πάλι να λέγη: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Τι έχεις να πης δι' αυτά; Αλλά γνωρίζω ότι εκείνος που δεν πιστεύει εις τα αγαθά που ευρίσκονται μέσα εις τα χέρια του και δεν είναι πρόθυ­μος να τα λάβη, θα προσφύγη εις τα μέλλοντα και θα α­πάντηση: «Ναι, πράγματι, οι καθαροί τη καρδία τον Θε­όν όψονται, αλλά αυτό θα γίνη, εις τον μέλλοντα αιώνα και όχι εις τον παρόντα». 

Δια ποιον λόγον, και πώς εί­ναι δυνατόν αυτό, αγαπητέ μου; Εάν ο Κύριος είπε ότι οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεόν, πάντως όταν επιτύχωμε αυτήν την καθαρότητα, θα έχομε κατά συνέ­πεια και την θέα του Θεού. Και αν εκαθάριζες ποτέ την καρδιά σου, θα εγνώριζες ότι είναι αληθινά τα λεγόμε­να. Επειδή, όμως, δεν τα έβαλες αυτά εις την καρδιά σου, (Πράξ. 5, 4) ούτε επίστευσες ότι είναι αληθινά, γι' αυτό και την κάθαρσι της καρδιάς περιφρόνησες και την δράσι του Θεού έχασες. 

Διότι, αν η κάθαρσις γίνε­ται εδώ, εδώ και η δράσις του Θεού. Εάν πης ότι μετά θάνατον θα δούμε τον Θεόν, θα θέσης αναγκαστικά και την κάθαρσι μετά τον θάνατο. Έτσι, όμως, ποτέ δεν θα δης τον Θεόν, επειδή μετά τον θάνατον δεν θα είναι δυ­νατόν να κάνης καμμίαν εργασίαν εις τον εαυτόν σου δια να επιτύχης την κάθαρσί σου. Αλλά και ο Κύριος τι λέγει;

«Ο αγαπών με τας έντολάς μου τηρήσει και εγώ α­γαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. 14, 21). Πότε, όμως, θα γίνη η εμφάνισίς Του; Εδώ ή εις την μέλλουσαν ζωήν; Είναι φανερόν ότι εδώ θα γίνη. Διότι όπου υπάρχει ακριβής τήρησις των εντολών Του, εκεί γίνεται και η εμφάνισις του Σωτήρος. Μετά την εμφάνισί Του, έρχεται μέσα μας η τελεία αγάπη. Και εάν δεν γίνη αυτό, δεν μπορούμε ούτε να Τον πιστεύωμε, ούτε να Τον αγαπούμε όπως πρέπει. Διότι έχει γραφή: «Ο μη α­γαπών τον αδελφόν αυτού ον ορά, τον Θεόν ον ου βλέπει, πώς δύναται αγαπάν;» (Α' Ιω. 4, 20). Με κανένα τρόπο.

Αυτός όμως που δεν μπορεί να αγαπά, είναι φανερόν ότι ούτε να πιστεύη μπορεί. Και άκουσε τον Απόστολο Παύλο να λέγη: «Μένει δε τα τρία ταύτα, πίστις, ελπίς, αγάπη. μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α' Κορ. 13, 13). Ε­άν η πίστις συνδέεται με την ελπίδα και η ελπίδα είναι κι αυτή συνακόλουθος της αγάπης, αυτός που δεν έχει α­γάπη, δεν έχει ούτε ελπίδα και αυτός που είναι εκτός της ελπίδος, είναι και εκτός της πίστεως. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν, όταν απουσιάζουν οι αιτίες της αγάπης (δηλ. η πίστις και η ελπίς), η αγάπη να παρευρίσκεται; 

Όπως ο επάνω όροφος μιας κατοικίας δεν μπορεί να σταθή χω­ρίς θεμέλια, έτσι δεν είναι δυνατόν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου να ευρεθή η αγάπη του Θεού δίχως την πίστι και την βέβαιη ελπίδα. Και αν δεν έχη κανείς την αγά­πη, ούτε από τις υπόλοιπες αρετές ωφελείται (Α' Κορ. 13, 3), ούτε θα ωφεληθή, όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος με όσα γράφει. Ότι από την παρούσα ζωή μπορούμε να δούμε τον Θεόν, άκουγε τι λέγει ο ίδιος: 

«Νυν βλέπω εν εσόπτρω και εν αινίγματι, τότε δε πρόσω­πον προς πρόσωπον» (Α' Κορ. 13, 12). 
Και πάλιν: «Νυν γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθ' ο και επεγνώσθην» (Α' Κορ. 13, 12). Αλλά εκείνος, λέγει, ήτο ο Παύλος. Αλλά ο Παύλος δεν ήτο κατά πάντα άνθρωπος, ομοιοπαθής μας και σύνδουλός μας; Και ποιος είναι ί­σος με τον Παύλο, υπερήφανε και άμυαλε, απαντούν αυ­τοί, και τον εξισώνεις μ' εμάς τους κοινούς ανθρώπους; Σ' αυτούς δεν απαντούμε εμείς, αλλά ο ίδιος ο Παύλος με μεγάλη φωνή φωνάζει και λέγει: «Χριστός ήλθεν -α­κούσατε- αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. 1, 15). 

Πρώτος, λοιπόν, εκείνος από τους σωζόμε­νους αμαρτωλούς. Γίνε εσύ δεύτερος, γίνε τρίτος, γίνε δέκατος, γίνε σύμψυχος (Φιλιπ. 2, 2) με τις χιλιάδες και τις μυριάδες των σωζόμενων, εάν θέλης και συναρίθμησε τον εαυτό σου με τον Απόστολο Παύλο. Έτσι θα τι­μήσης τον Παύλο, όπως και ο ίδιος λέγει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Και πά­λι: «Ήθελον πάντας είναι ως έμαυτόν» (Α' Κορ. 7, 7).

Εάν, λοιπόν, θέλης να επαινέσης τον Παύλο ή να τον τιμήσης, να τον μιμηθής. Και όπως είναι εκείνος, τέ­τοιος να γίνης κι εσύ εις την πίστι, και τότε αληθινά θα τον τίμησης. Και εκείνος θα σε δεχθή και θα σε λογαριάση σαν δική του δόξα και στεφάνι καυχήσεως (Α' Θεσσ. 2, 19), διότι άκουσες τα λόγια του και τον πίστε­ψες και τον ακολούθησες κι έγινες μιμητής του. Έγινες κι εσύ σαν κι αυτόν. 

Εάν, όμως, λέγης ότι είναι προσβο­λή και ατιμία δια τον Παύλον να γίνη και άλλος όμοιός του και δι' αυτό καταφρονείς την σωτηρία σου και γίνεσαι αμελής, να γνωρίζης ότι επειδή παραπλανάς τον εαυτό σου κι εκείνος θα σε αποστρέφεται τόσο περισσό­τερο και θα σε βδελύσσεται.

Θέλεις, όμως να σου δείξω ότι θα τον τίμησης περισσότερο και θα τον χαροποίη­σης και θα τον δοξάσης, αν μπόρεσης να γίνης ανώτε­ρός του και οικειότερος του Θεού; Άκουσε τον ίδιον να το παρουσιάζη και να λέγη: «Ηυχόμην ανάθεμα είναι α­πό Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα» (Ρωμ. 9, 3). 

Εκείνος προτιμά να χωρισθή τελείως από τον Χριστόν, δια να σωθής εσύ, κι εσύ λέ­γεις ότι θα το θεωρήση ατιμία αν θελήσω και προσπαθή­σω να γίνω κι εγώ όμοιός του; Όχι, αδελφέ μου, δεν έ­χουν φθόνον οι άγιοι του Θεού, δεν έχουν επιθυμία και όρεξι δια προεδρίες, δόξες και τιμές ανώτερες από τους άλλους. Διότι αυτοί που ανεδείχθησαν δια μέσου γενεών και γενεών φίλοι του Θεού και Προφήτες, μία πρωτοκαθεδρία και θέσι και δόξα και απόλαυσι και τιμή προτι­μούν, να βλέπουν τον Θεόν. 

Και εκείνοι που βλέπουν τον Θεόν είναι απηλλαγμένοι από κάθε περιέργεια. Δεν μπορούν να κοιτάζουν και να στρέφονται πάλι εις τα πράγματα του βίου αυτού και τους ανθρώπους, ή να σκέ­φτονται πράγματα ανάρμοστα, με κανένα τρόπο, αλλά ο νους τους έχει απελευθερωθή από την προσκόλλησι εις τα γήινα. Δι' αυτό και μένουν πλέον άτρεπτοι εις τους αιώνες και δεν μεταβάλλονται ποτέ προς το κακό.

Όμως θα σε ερωτήσω κι εσύ απάντησέ μου συνετώς (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Αυτά από που τα γνωρίζουν εκείνοι που τα έγραψαν; Και τώρα, αυτός που τα γράφει, από πού τα γνωρίζει; Πες εσύ, δια να μη σου φανώ πάλι ότι μιλώ με κενοδοξία. Τίνος είναι αυτά τα λόγια; Σκέψου λογικά και οπωσδήποτε θα πεισθής και θα με απαλλάξης από τις συζητήσεις. Βεβαίως, είναι λόγια ανθρώπου, απα­ντά εκείνος.

Αλλοίμονο! Η ακοή σου δεν βοηθά την όρασί σου (Αββακ. 2, 2), αλλά παραμένεις άνθρωπος που ακούει και δεν βλέπει τίποτε. Λέγεις ότι τα λόγια αυτά είναι λόγια ανθρώπου; Εάν είναι λόγια ανθρώπου, του­λάχιστον πες μας τι λογής ανθρώπου είναι. Επειδή ο άν­θρωπος, όχι μόνον τους συλλογισμούς και τις διαθέσεις άλλου άνθρωπου δεν μπορεί να γνωρίζη ή να εκφράζη αλλά ούτε των ζώων τις ορμές και την συμπεριφορά, ού­τε την εσωτερική κατάστασι της ψυχής.

«Ουδείς γαρ οίδε τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το ενοικούν εν αυτώ» (Α' Κορ. 2, 11). Εάν, όμως, είναι δύσκολο δια τον άνθρωπο να γνωρίση καλά τις διαθέσεις των αν­θρώπων και τις ορμές των αλόγων ζώων, από που και με ποιον τρόπο μπορεί να γνωρίση τα του Θεού, δηλ. την αλλοίωσι και την πνευματική κατάστασι που επέρχεται εις τους αγίους με την θεωρίαν του Θεού - δια να μη μιλήσω προς το παρόν δια ενέργειαν; Άλλωστε αν τα λό­για είναι ανθρώπου -όπως λέγεις- οπωσδήποτε θα είναι ανθρώπου και τα νοήματα των λόγων αυτών. Τα νοήμα­τα όμως, των λόγων αυτών, δεν πρέπει να λέγωνται νοή­ματα, αλλά θεωρία των αληθώς και πραγματικώς όντων. 

Διότι εμείς ομιλούμε από την θεωρία εκείνων. Αλλά μάλλον θα έπρεπε να λέγεται διήγησις ο λόγος δια πράγ­ματα που έχομε ιδή, ενώ νόημα πρέπει να λέγεται εκείνο που γεννιέται σαν σκέψις του νου, περί ενός πράγματος ή θελήματος που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθή και λάβει υπόστασι, όπως π.χ. η σκέψις να διαπράξωμε κάτι κακό ή καλό, που δεν έχομε ακόμη πράξει και το οποίο από νόημα μετατρέπεται σε έργο. Ώστε νόημα είναι η αρχή κάποιου πράγματος που θα διαπράξουμε, σύμφωνα με το 

«Πρώτον μεν εννοεί τας αγγελικάς δυνάμεις και ουρανίους και το εννόημα έργον ην». 
Και σκέψου ότι όλοι οι λόγοι μας δεν αναφέρονται σε κάποια ανύπαρκτα και αφανέρωτα πράγματα, αλλά σε εκείνα που έχουν γίνει και θα γίνουν. Και μάλιστα όλες οι εξηγήσεις που δίνομε βγαίνουν από την δική μας θεω­ρία και όρασι. Αυτός που θέλει να περιγράψη κάποιο πράγμα, ένα σπίτι π.χ. ή μία πόλι ή κάποιο παλάτι και την τάξι που επικρατεί μέσα εις αυτό και την κατάστασί του, ή πάλι κάποιο θέατρο και όσα τελούνται εκεί, είναι ανάγκη πρώτα να δη και να γνωρίση καλά τι υπάρχει και τι γίνεται μέσα εις τους χώρους αυτούς και έτσι, έπειτα για όσα θέλει, θα μιλήση στοχαστικά και συνετά. 

Διότι αν δεν δη προηγουμένως, τι θα μπορούσε να πη από τον εαυτό του; Την σκέψι κάποιου πράγματος που ποτέ δέν είδε, από πού θα μπορούσε να την αντλήση και να την διηγηθή; Ποια, πες μου, ενθύμησι ή γνώσι ή μάθησι, ποια φρόνησι, σκέψι, επινόησι και συλλογισμό κατάλ­ληλο θα εύρη να είπη δια πράγματα που δεν εγνώρισε καθόλου; Είναι εντελώς παράλογο και αδόκιμο να λέγη δια πράγματα που δεν εγνώρισε και δεν είδε ποτέ. Και αν δια πράγματα επίγεια και ορατά κανείς δεν μπορεί να μι­λήση, αν δεν γίνη αυτόπτης θεατής του πράγματος, πώς θα μπορούσε να μιλήση και να διηγηθή, αδελφοί μου, δια τον Θεόν και τα θεία πράγματα και δια τους αγίους και δούλους του Θεού, δηλ. ποια σχέσι είχαν εκείνοι με τον Θεόν συνολικά και ποια είναι η όρασις του Θεού που συμβαίνει εις τους αγίους κατά τρόπον ανέκφραστον; Και η όρασις αυτή προξενεί νοερώς στις καρδιές τους ενέργειαν ανεκλάλητον. Ο ανθρώπινος λόγος, όμως, δεν είναι εις θέσιν να εκφράση κάτι περισσότερο, αν δεν φωτισθή πρώτα από το φως της γνώσεως (Ωσηέ 10, 12), σύμφωνα με αυτά που προστάζει η εντολή.

Και ακούγοντας φως γνώσεως -δια να σε καθοδηγήσω εις το φως δια μέσου όλων- μη νομίσης ότι είναι μό­νον γνώσις των λεγομένων δίχως την παρουσία φωτός. Δεν μίλησε δια διήγησι ή λόγο γνώσεως αλλά δια φως γνώσεως και γνώσεως φως (Ψαλμ. 35,. 10), σαν να δημιουργή το φως μέσα μας την γνώσι. Διότι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίση κανείς τον Θεόν, παρά μόνον με την θεωρία του φωτός που εκπέμπεται από Αυτόν. 

Ό­πως ακριβώς, όταν διηγήται ένας άνθρωπος σε κάποιους για έναν άλλον άνθρωπο ή για κάποια πόλι, λέγει όσα εί­δε και εγνώρισε. Κι αυτοί που τον ακούν, εάν δεν είδαν τον άνθρωπο και την πόλι, δεν μπορούν μόνον δια της α­κοής να καταλάβουν και να γνωρίσουν, όπως γνωρίζει αυτός που είδε και τα διηγείται. Έτσι και δια την άνω Ιερουσαλήμ, και δια τον Θεόν που κατοικεί εις αυτήν και δια την απρόσιτον δόξαν του προσώπου Του και δια την ενέργεια και την δύναμι του παναγίου Του Πνεύμα­τος, δηλ. του φωτός, κανείς δεν μπορεί να ομιλήση, εάν πρώτα δεν δη αυτό το φως με τους οφθαλμούς της ψυχής και γνωρίση ακριβώς τις ελλάμψεις του και τις ενέρ­γειές του, μέσα του. 

Αλλά και εάν, μέσα στις άγιες Γρα­φές, ακούει να λέγουν κάτι αυτοί που είδαν τον Θεόν, ε­κείνα μόνον δια του Αγίου Πνεύματος διδάσκονται. Ο­πότε, δεν μπορεί να λέγη ότι γνώρισε τον Θεό μόνον εξ ακοής. Αυτός που δεν είδε, πώς είναι δυνατόν να Τον γνωρίζη; Αφού μόνον η όρασις δεν επαρκεί να μας δώση τέλεια γνώσι του πράγματος που βλέπομε, πώς είναι δυνατόν να μας δώση την γνώσι αυτή μόνον η ακοή; 

Ο Θεός είναι φως, και η θέα του Θεού είναι σαν φως. Με την θεωρία αυτού του φωτός, γίνεται η πρώτη γνώσις, ό­τι είναι ο Θεός. Όπως συμβαίνει και με κάποιον άνθρωπον. Πρώτα ακούμε γι' αυτόν, έπειτα τον βλέπομε και μόλις τον δούμε, καταλαβαίνομε ότι αυτός είναι ο άν­θρωπος για τον οποίον ακούσαμε. Αλλά και πάλι δεν είναι αυτή η ακριβής απόδοσις των πραγμάτων. Διότι όσα και αν ακούσης για κάποιον άνθρωπο, μόνον εξ ακοής δεν μπορείς να τον αναγνώρισης με βεβαιότητα και να πληροφορηθής ότι πράγματι είναι εκείνος, για τον οποίον άκουσες, αν συμβή να τον συναντήσης, αλλά η ψυχή σου διχάζεται από την αμφιβολία και ή τον ρωτάς ή ρωτάς κάποιον άλλον που τον γνωρίζει και τότε βε­βαιώνεσαι για το πρόσωπό του.

Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν. Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως. Και θαυμάζει βλέποντας, αλλά δεν γνωρίζει αμέσως ποιος είναι αυτός που του εμφανίσθηκε, ούτε όμως τολ­μά να Τον ρωτήση -πώς θα ήτο δυνατόν να ρωτήση Αυ­τόν, τον Οποίον ούτε να κοιτάξη με τα μάτια του μπορεί και να ιδή τι λογής είναι;- βλέπει μόνον με φόβο και τρόμο κατά κάποιον τρόπον προς τα πόδια Του και ξέ­ρει βέβαια ότι κάποιος είναι εκείνος που φανερώθηκε ε­μπρός του. 

Και αν υπάρχη κάποιος που να του έχη εξη­γήσει προηγουμένως, επειδή αυτός έχει ο ίδιος γνωρίσει τον Θεόν, πηγαίνει σ' αυτόν και του λέγει: «Είδα». Και εκείνος απαντά: «Τι είδες, παιδί μου;». -«Φως, πάτερ, γλυκό, πολύ γλυκό. Τι λογής, όμως, ήταν, πάτερ, δεν εί­ναι σε θέσι ο νους μου να σου περιγράψη». Και καθώς του μιλά, η καρδιά του σκιρτάει και χορεύει και ανάβει από τον θείον πόθον του εμφανισθέντος εις αυτόν. 

Μετά αρχίζει πάλι με δάκρυα θερμά και πολλά να λέγη: «Είδα, πάτερ μου, εκείνο το φως. Αμέσως τότε χάθηκε το κελλί μου και ο κόσμος έσβησε, έφυγε, όπως μου φαίνεται, ε­μπρός στην παρουσία Του (Ψαλμ. 67, 2). Και έμεινα μό­νος εγώ με την παρουσία εκείνου του φωτός. Δεν ξέρω, πάτερ, αν το σώμα μου ήταν κι αυτό εκεί. Δεν γνωρίζω αν ήμουν εκτός σώματος, τότε δεν καταλάβαινα αν φορούσα το σώμα μου και το είχα. Ένιωθα πολλή χαρά και τώρα χαρά ανέκφραστη είναι μέσα μου και αγάπη και πολύς πόθος, ώστε να ρέουν ποταμοί δακρύων από τα μάτια μου, όπως βλέπεις και τώρα να τρέχουν». 

Και ο πνευματικός πατήρ αποκρίνεται και λέγει: «Εκείνος εί­ναι, παιδί μου». Και μετά από τους λόγους αυτούς Τον βλέπει πάλι. Και σιγά-σιγά καθαρίζεται τελείως και κα­θώς καθαρίζεται αποκτά παρρησία και ερωτά Εκείνον τον Ίδιον πλέον και Του λέγει: 

«Εσύ είσαι; ο Θεός μου;» και Αυτός αποκρίνεται: «Ναι, εγώ είμαι, ο Θεός, που έγινα άνθρωπος δι' εσέ. Και να, εγώ, όπως βλέπεις, σε έχω κάνει και θα σε κάνω θεόν».


 [ Συνεχίζεται... ]