Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια (μέρος Γ΄, κεφ. 101-154)


101. Ας σκεφτούμε πως θα δοξάσομε το Θεό. Ο Θεός δοξάζεται από μας, όχι με άλλον τρόπο, αλλά όπως δοξάστηκε από τον Υιό. Μ' εκείνα δηλαδή που δόξασε ο Υιός τον Πατέρα, δοξάστηκε με αυτά κι Εκείνος από τον Πατέρα. Αυτά κι εμείς ας φροντίσομε να πράξομε με επιμέλεια, για να δοξάσομε Εκείνον που καταδέχθηκε νά ονομαστεί Πατέρας μας επουράνιος και να δοξαστούμε από Αυτόν με τη δόξα που είχε ο Υιός από Αυτόν προτού δημιουργηθεί ο κόσμος.
Αυτά με τα οποία δόξασε ο Υιός τον Πατέρα είναι ο σταυρός, δηλαδή η νέκρωση όλου του κόσμου, οι θλίψεις, οι πειρασμοί και τα λοιπά παθήματα του Χριστού.

Όταν τα υποφέρομε αυτά με μεγάλη υπομονή, μιμούμαστε τα παθήματα του Χριστού και δοξάζομε με αυτά τον Πατέρα και Θεό μας ως κατά χάρη παιδιά Του και συγκληρονόμοι του Χριστού.


102. Η ψυχή που δεν ένιωσε ότι ελευθερώθηκε τελείως από τη σύνδεση και την εμπαθή προσκόλληση στα ορατά, δεν μπορεί να υποφέρει χωρίς λύπη τα λυπηρά που της συμβαίνουν και τις βλάβες από ανθρώπους και δαίμονες. Αλλά καθώς είναι δεμένη γερά με την εμπαθή προσκόλληση στα ανθρώπινα πράγματα, υποφέρει στις οικονομικές ζημίες και στενοχωρείται από στερήσεις πραγμάτων και νιώθει σφοδρή οδύνη όταν δέχεται πληγές στο σώμα.


103. Όποιος απέσπασε την ψυχή του από τη σχέση και την επιθυμία των αισθητών και τη συνέδεσε με το Θεό, όχι μόνο θα καταφρονήσει τα χρήματα και κτήματά του και δε θα λυπηθεί αν τα χάσει, σαν να είναι ξένα, αλλά και τα λυπηρά που πλήττουν το σώμα του, θα τα υπομείνει με χαρά και την πρέπουσα ευχαριστία, βλέποντας διαρκώς, όπως λέει ο θείος Απόστολος, τον εξωτερικό άνθρωπο να φθείρεται, ενώ τον εσωτερικό να ανανεώνεται καθημερινά. Διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να υποφέρομε με χαρά τις θλίψεις που παραχωρεί ο Θεός. Τούτο χρειάζεται τέλεια γνώση και πνευματική σοφία. Εκείνος που τα στερείται αυτά, βαδίζει πάντοτε σε σκοτάδι απελπισίας και άγνοιας και δεν μπορεί διόλου να δει το φως της υπομονής και της παρηγοριάς.

104. Κάθε δοκησίσοφος λόγω ανθρώπινης επιστήμης, δεν θα αξιωθεί ποτέ να εμβαθύνει στα μυστήρια του Θεού και να τα δει, ώσπου να θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας μαζί με την υπεροψία και τις γνώσεις που κατέχει. Γιατί εκείνος που κάνει έτσι και ακολουθεί εκείνους που είναι σοφοί στα θεία με ανεπιφύλακτη πίστη και χειραγωγείται από αυτούς, μπαίνει μαζί τους στην πόλη του ζώντος Θεού. Και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται εκείνα τα οποία κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν μπορεί ποτέ να δει και να μάθει. Και τότε γίνεται διδαγμένος από το Θεό.


105. Τους διδαγμένους από το Θεό, οι μαθητές των σοφών αυτού του κόσμου τους θεωρούν μωρούς. Στ' αλήθεια όμως οι μωροί είναι αυτοί, καθώς είναι κορεσμένοι με την απομωραμένη κοσμική σοφία, την οποία ο Θεός απέδειξε μωρία, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο. Την ίδια ο λόγος του Θεού την ονομάζει επίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη, γεμάτη εριστικότητα και φθόνο. Καθώς λοιπόν αυτοί στερούνται το θείο φως και δεν μπορούν να δουν τα θαύματα που αυτό φανερώνει, θεωρούν πλανεμένους εκείνους που ζουν μέσα στο φως και βλέπουν και διδάσκουν όσα είναι σ' αυτό, ενώ οι πλανεμένοι είναι αυτοί, οι άγευστοι των απορρήτων αγαθών του Θεού.

106. Ότι και τώρα υπάρχουν ανάμεσα μας απαθείς και άγιοι και γεμάτοι θείο φώς, οι οποίοι τόσο νέκρωσαν τα γήινα μέλη τους από κάθε ακαθαρσία και εμπαθή επιθυμία, ώστε όχι μόνο οι ίδιοι να μη σκέφτονται ή να κάνουν κανένα κακό, αλλά και άλλοι αν τους ωθούν, να μην παθαίνουν καμιά αλλοίωση της απάθειάς τους· ότι λοιπόν υπάρχουν και τώρα, θα το ήξεραν εκείνοι που τους κατηγορούν ότι έχουν αδιαφορία και που απιστούν ακούγοντάς τους να διδάσκουν περί θείων πραγμάτων με τη σοφία του Πνεύματος, αν βέβαια είχαν κατανοήσει τα θεία λόγια που διαβάζουν και ψάλλουν καθημερινά. Γιατί αν είχαν αποκτήσει την τέλεια γνώση της θείας Γραφής, θα πίστευαν στα λόγια του Θεού και στα αγαθά που Αυτός μας χάρισε. Επειδή όμως στερούνται αυτά τα καλά από υψηλοφροσύνη και αμέλεια, γι' αυτό και διαβάλλουν από απιστία εκείνους που μετέχουν σ' αυτά και διδάσκουν γι' αυτά.

107. Εκείνοι που είναι γεμάτοι από τη χάρη του Θεού και τέλειοι στην ουράνια γνώση και σοφία, θέλουν να επισκέπτονται και να βλέπουν τους κοσμικούς για τούτο μόνο, για να τους προξενήσουν κάποιο μισθό με την υπόμνηση των εντολών του Θεού και με την αγαθοεργία, αν βέβαια ακούσουν και αν εννοήσουν και πεισθούν. Γιατί όσοι δεν οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, βαδίζουν στο σκοτάδι και δεν γνωρίζουν που πηγαίνουν, ούτε σε ποιες εντολές πρέπει να προχωρήσουν· είναι όμως ενδεχόμενο να ανανήψουν κάποτε από την υψηλοφροσύνη που τους κατέχει και να δεχθούν την αληθινή διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και, αφού ακούσουν το θέλημα του Θεού ανόθευτα και ακαπήλευτα, να μετανοήσουν και με την εκπλήρωσή του να λάβουν κάποιο πνευματικό χάρισμα. Αν τελικά δεν μπορέσουν να προξενήσουν στους κοσμικούς τέτοια ωφέλεια, τότε θρηνώντας την πώρωση της καρδίας τους, γυρίζουν στα κελιά τους και παρακαλούν μέρα και νύχτα για τη σωτηρία τους. Γιατί εκείνοι που είναι πάντοτε μαζί με το Θεό και γεμάτοι από κάθε καλό, για τίποτε άλλο δεν θα λυπηθούν ποτέ, παρά μόνο γι' αυτό.

108. Ποιος είναι ο σκοπός της ένσαρκης Οικονομίας του Θεού Λόγου, ο οποίος διακηρύσσεται σ' όλη τη θεία Γραφή, αλλά εμείς μένομε στην ανάγνωση, χωρίς να φτάνομε στην επίγνωσή του; Πάντως αυτός ο σκοπός είναι, αφού μετάσχει Εκείνος στα δικά μας, να μας κάνει κοινωνούς των δικών Του. Ο Υιός δηλαδή του Θεού, έγινε υιός ανθρώπου, για να κάνει υιούς Θεού τους ανθρώπους, ανεβάζοντας το γένος μας κατά χάρη σ' εκείνο που είναι ο Ίδιος κατά φύση, αναγεννώντας μας με το Άγιο Πνεύμα και εισάγοντάς μας ευθύς στη βασιλεία των ουρανών. Ή μάλλον μας χαρίζει να έχομε τη βασιλεία των ουρανών μέσα μας, ώστε να μην ελπίζομε απλώς ότι θα μπούμε σ' αυτήν, αλλά κατέχοντάς την να διαλαλούμε: «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με το Χριστό μέσα στο Θεό».

109. Το βάπτισμα δεν αφαιρεί το αυτεξούσιο και την ελευθερία της προαιρέσεώς μας, αλλά μας χαρίζει ελευθερία να μην εξουσιαζόμαστε πια χωρίς να θέλομε από το διάβολο. Μετά το βάπτισμα, από εμάς εξαρτάται ή να μένομε με τη θέλησή μας στις εντολές του Χριστού, του Κυρίου και Θεού, στου Οποίου το όνομα βαπτιστήκαμε, και να βαδίζομε στο δρόμο των προσταγμάτων Του, ή να αφήνομε τον ίσιο αυτό δρόμο και να επιστρέφομε στον πολέμιο και εχθρό μας διάβολο.

110. Όποιοι μετά το άγιο βάπτισμα υποχωρούν στα θελήματα του πονηρού και πράττουν όσα υποβάλλει εκείνος, αποξενώνουν τον εαυτό τους από την αγία μήτρα του θείου βαπτίσματος, σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ. Γιατί καθένας από μας, δεν αλλοιώνεται, ούτε απομακρύνεται από τη φύση του, κατά την οποία πλάσθηκε· αλλά έχοντας πλαστεί από το Θεό αγαθός (γιατί ο Θεός δεν έκανε κανένα κακό), και όντας αμετάτρεπτος στη φύση που πλάσθηκε και στην ουσία του, πράττει εκείνα ακριβώς που με εκούσια γνώμη προαιρείται και θέλει, είτε αγαθά, είτε κακά. Όπως δηλαδή το μαχαίρι, είτε σε καλό είτε σε κακό χρησιμοποιηθεί, δε μεταβάλλεται κατά τη φύση του, αλλά παραμένει σίδερο, έτσι και ο άνθρωπος: ενεργεί και πράττει όσα θέλει, όπως είπαμε, δεν ξεφεύγει όμως από τη φύση του.

111. Δε σώζει τον άνθρωπο το να ελεήσει έναν· αντίθετα, το να καταφρονήσει έναν, του προξενεί την κόλαση. Γιατί τα λόγια του Χριστού: «Πείνασα και δίψασα κλπ.» δεν αναφέρονται σε μιά φορά, ούτε σε μια ημέρα, αλλά σε όλη τη ζωή. Και το να δοθεί τροφή, νερό, ένδυμα και τα όμοια στο Χριστό, δεν είναι για μια φορά, αλλά ο Κύριος και Θεός μας διακήρυξε ότι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση τα δέχεται από τους δούλους Του.

112. Εκείνος που έδωσε ελεημοσύνη σε εκατό ανθρώπους και μπορούσε να δώσει και σε άλλους, και να ξεδιψάσει και να θρέψει πολλούς που τον παρακαλούσαν και φώναζαν κι ωστόσο τους έδιωξε, θα κριθεί από το Χριστό ότι δεν έθρεψε Αυτόν τον ίδιο. Γιατί και σ' όλους εκείνους βρίσκεται Αυτός, που τρέφεται από μας στο πρόσωπο καθενός από τους ελαχίστους.

113. Εκείνος που σήμερα έδωσε σε όλους όλα τα αναγκαία του σώματος, αλλά αύριο, ενώ μπορεί να κάνει το ίδιο, παραμελήσει κάποιους αδελφούς και τους αφήσει να χαθούν από πείνα και δίψα και κρύο, στην πραγμα- τικότητα εγκατέλειψε στο θάνατο και καταφρόνησε Εκείνον που είπε: «Αφού τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους ελαχίστους, τα κάνατε για μένα».

114. Γι' αυτό ο Χριστός καταδέχθηκε να πάρει τη μορφή κάθε φτωχού και εξομοίωσε τον εαυτό Του με κάθε φτωχό, για να μην υπερηφανεύεται κανείς άπ' όσους πιστεύουν σ' Αυτόν, απέναντι του αδελφού του. Αλλά βλέποντας καθένας τον αδελφό του και τον πλησίον του σαν να βλέπει το Θεό του, να λογαριάζει τον εαυτό του πιο ελάχιστο από αυτόν, αφού θα τον βλέπει σαν το Δημιουργό του, και σαν τέτοιο να τον δέχεται και να τον τιμά και να διαθέτει όλα τα υπάρχοντά του για να τον περιποιηθεί, όπως ο Χριστός και Θεός μας διέθεσε το αίμα Του για τη σωτηρία μας.

115. Εκείνος που διατάχθηκε να έχει τον πλησίον όπως τον εαυτό του, οφείλει οπωσδήποτε να τον έχει έτσι όχι για μια μέρα, αλλά για όλη του τη ζωή. Και εκείνος που πήρε προσταγή να δίνει σε καθένα που του ζητεί, προστάζεται να το πράττει σε όλη του τη ζωή. Και εκείνος που θέλει να κάνουν οι άλλοι σ' αυτόν αγαθά, τα ίδια θα απαιτηθεί να κάνει και αυτός στους άλλους.

116. Εκείνος που έχει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, δεν ανέχεται να έχει τίποτε περισσότερο από τον πλησίον του. Αν τώρα έχει, αλλά δεν τα μοιράζει άφθονα, ώστε να γίνει και ο ίδιος φτωχός και να εξομοιωθεί με τους πλησίον, δεν είναι εκπληρωτής της εντολής του Κυρίου. Το ίδιο κι εκείνος που θέλει να δίνει σε όλους όσοι του ζητούν, αν συμβεί να έχει έστω και ένα νόμισμα ή ένα κομμάτι ψωμί και αρνηθεί σε κάποιον που του ζητεί. Επίσης κι εκείνος που δεν κάνει στον πλησίον όσα και αυτός θέλει να του κάνουν οι άλλοι. Έτσι και εκείνος που έθρεψε, ξεδίψασε και έντυσε κάθε φτωχό και ελάχιστο και του έκανε και όλα τα άλλα, αν καταφρονήσει και παραβλέψει ένα μόνο από αυτούς, θα θεωρηθεί ότι παρέβλεψε πεινασμένο και διψασμένο τον ίδιο το Χριστό, το Θεό.

117. Βαριά ίσως να φανούν σε όλους τα παραπάνω. Γι' αυτό και θα νομίσουν πώς τάχα είναι εύλογο να αναρωτιούνται: «Ποιος άραγε μπορεί να εκτελέσει όλα αυτά, ώστε να τους φροντίσει και να τους θρέψει όλους και να μην παραβλέψει κανέναν;». Αλλά ας ακούσουν τον Παύλο που διακηρύττει: «Η αγάπη του Χριστού μας διακατέχει, αφού σχηματίσαμε την πεποίθηση ότι, εφόσον ένας —ο Χριστός— πέθανε για χάρη όλων, άρα πέθαναν όλοι.

118. Όπως οι περιεκτικές εντολές περιέχουν μέσα τους και όλες τις επιμέρους εντολές, έτσι και οι περιεκτικές αρετές συμπεριλαμβάνουν τις μερικές αρετές. Γιατί όποιος πούλησε τα υπάρχοντά του και τα διαμοίρασε στους φτωχούς και έγινε μεμιάς φτωχός, εκπλήρωσε με μία του πράξη όλες τις μερικές εντολές, δηλαδή δεν έχει πλέον ανάγκη να δίνει σ' εκείνον που του ζητεί, ή να μην αποστραφεί εκείνον που θέλει να δανειστεί από αυτόν. Έτσι και εκείνος που προσεύχεται αδιαλείπτως, μέσα σ' αυτό έχει κλείσει τα πάντα, και δεν υποχρεώνεται πλέον να δοξολογεί τον Κύριο επτά φορές την ημέρα ή κατα το βράδυ, το πρωι και το μεσημέρι, αφού εχει ήδη εκπληρώσει ολα όσα κανονικά και σε τακτές ώρες προσευχόμαστε και ψάλλομε. Έτσι και εκείνος που συνειδητά δέχθηκε μέσα του το Θεό που δίνει γνώση στους ανθρώπους, διεξήλθε όλη την αγία Γραφή και καρπώθηκε όλη την ωφέλειά της, και δεν έχει πλέον ανάγκη από βιβλία. Πώς να έχει ανάγκη από βιβλία εκείνος που έχει αχώριστο σύντροφό του Εκείνον που ενέπνευσε τους συγγραφείς των αγίων Γραφών, και μυείται από Εκείνον στα απόρρητα και απόκρυφα μυστήρια; Θα είναι ο ίδιος βιβλίο θεόπνευστο για τους άλλους, που περιέχει καινούργια και παλαιά μυστήρια, γραμμένα μέσα του με το χέρι του Θεού, επειδή εκπλήρωσε τα πάντα και αναπαύθηκε από όλα τα έργα του στο Θεό, στην αρχική Τελειότητα.

119. Η ρεύση που συμβαίνει στον ύπνο γίνεται από πολλές αφορμές: από γαστριμαργία, από κενοδοξία και από φθόνο των δαιμόνων. Γίνεται επίσης από την πολλή αγρυπνία, όταν κυριεύεται από τον ύπνο το σώμα, έχοντας το φόβο μήπως το πάθει αυτό. Ή την παραμονή της θείας λειτουργίας αν είναι κανείς ιερέας, ή της θείας Κοινωνίας, όταν ξαπλώσει κανείς με λογισμούς δειλίας, μήπως δηλαδή το πάθει, αποκοιμιέται και το παθαίνει· πράγμα που κι αυτό οφείλεται σε φθόνο των δαιμόνων. Ακόμη, αν δεί κανείς την ημέρα ένα όμορφο πρόσωπο και έπειτα αναπολώντας το νοερά κοιμηθεί με αυτούς τους πορνικούς λογισμούς που από χαυνότητα δεν έδιωξε, το παθαίνει στον ύπνο του· ή και ξύπνιος ίσως, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Συμβαίνει κι αλλιώς· είναι μερικοί σαν και μένα ράθυμοι, που κάθονται και συζητούν για εμπαθή πράγματα, είτε μ' εμπάθεια, είτε όχι. Πηγαίνοντας έπειτα για ύπνο, ενώ τα κλώθουν στο μυαλό τους και συνομιλούν νοερά μ' αυτά, κοιμούνται και το παθαίνουν. Ίσως και εκεί που συνομιλούν, ο ένας από τους δύο παθαίνει τη βλάβη. Γι' αυτό πρέπει να προσέχομε τους εαυτούς μας πάντοτε και να μελετούμε το λόγο του Ψαλμωδού: «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε εμπρός μου, ότι είναι στα δεξιά μου για να μην κλονιστώ», και να κλείνομε τ' αυτιά μας σε τέτοια λόγια. Πολλές φορές πάλι, μόλις άφησαν την προσευχή μερικοί, ωθήθηκαν σε σαρκικά σκιρτήματα, όπως είπαμε και στο κεφάλαιο περί προσευχής.

120. Αδελφέ, φρόντισε από την αρχή της αποταγής σου να φυτέψεις μέσα σου καλές αρετές, ώστε και στην αδελφότητα να γίνεις χρήσιμος, και να σε ανυψώσει στα τέλη σου ο Κύριος. Μην αποκτήσεις ποτέ θάρρος με τον ηγούμενο, όπως και άλλοτε είπαμε, μήτε να ζητείς απ' αυτόν να σε τιμήσει. Μην αποκτήσεις φιλία με τους προϊσταμένους, μήτε να συχνάζεις στα κελιά τους, ξέροντας ότι αν το κάνεις, όχι μόνον το πάθος της κενοδοξίας θ' αρχίσει να ριζώνει μέσα σου, αλλά και θα γίνεις μισητός στον ηγούμενο. Πώς θα γίνει αυτό, ο νοών νοείτω. Να κάθεσαι ειρηνικός στο κελί σου, όποιο και αν είναι αυτό. Και εκείνον που θέλει να σου μιλήσει μην τον αποστραφείς, από ευλάβεια τάχα. Αλλά με πατρική γνώμη αν του μιλήσεις, δεν θα βλαφθείς ποτέ, ακόμη και αν αυτός είναι από τους εναντίους σου. Και αν δεν το βλέπεις αυτό συμφέρον, ωστόσο πρέπει να συμμορφώνεσαι με το σκοπό αυτού που ωφελείται.

121. Πρέπει να έχεις ακατάπαυστα το φόβο του Θεού και να ανακρίνεις κάθε μέρα τον εαυτό σου, τι καλό ή τι κακό έπραξες. Και τα καλά να τα λησμονείς, μην τυχόν πέσεις στο πάθος της κενοδοξίας. Για τα κακά όμως να χύνεις δάκρυα, να εξομολογείσαι και να προσεύχεσαι θερμά. Η ανάκριση αυτή να γίνεται κατά τον εξής τρόπο. Αφού τελειώσει η ημέρα και έρθει το βράδυ, να συλλογίζεσαι: «Πώς άραγε, με τη βοήθεια του Θεού, πέρασα την ημέρα; Μήπως κατέκρινα κανένα, ή πρόσβαλα, ή σκανδάλισα, ή κοίταξα άλλον με εμπάθεια, ή παράκουσα εκείνον που επιστατεί στη διακονία και αμέλησα το διακόνημά μου, ή οργίσθηκα εναντίον κανενός, ή εκεί που στεκόμουν στην ακολουθία απασχόλησα το νου μου σε ανώφελα πράγματα, ή βάρυνα από τη ραθυμία και άφησα την εκκλησία και τον κανόνα;» Όταν βρεις σ' όλα αυτά τον εαυτό σου ανεύθυνο (πράγμα αδύνατο, γιατί κανείς δεν είναι καθαρός από αμαρτία ούτε μία ημέρα της ζωής του και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά), τότε φώναξε στο Θεό με πολλά δάκρυα: «Κύριε συγχώρεσέ μου όσα αμάρτησα με πράξεις και λόγια, με γνώση μου ή με άγνοια». Γιατί σε πολλά φταίμε χωρίς να το γνωρίζομε.

122. Πρέπει καθημερινά να εξομολογείσαι κάθε λογισμό στον πνευματικό πατέρα, και εκείνο που σου λέει να το δέχεσαι σαν από το στόμα του Θεού με εσωτερική βεβαιότητα. Να μην τα κοινολογείς αυτά σε κανένα, ότι δηλαδή «ρώτησα το και το τον πνευματικό πατέρα και μου είπε τούτο· άραγε μου είπε καλά ή όχι; Και τι πρέπει να κάνω για τη διόρθωσή μου;». Γιατί αυτά τα λόγια είναι γεμάτα από απιστία προς τον πατέρα κι επιζήμια για την ψυχή. Αυτό συνήθως συμβαίνει κυρίως στους αρχαρίους.

123. Όλους τους αδελφούς του κοινοβίου πρέπει να τους βλέπεις ως αγίους και μόνο τον εαυτό σου να θεωρείς αμαρτωλό και τελευταίο απ' όλους και ότι, ενώ όλοι θα σωθούν, μόνο εσύ θα κολασθείς. Και όταν στέκεσαι στην ακολουθία, αυτά να συλλογίζεσαι και να μην παύεις να κλαις θερμά και με κατάνυξη, χωρίς να επηρεάζεσαι από εκείνους που για τη στάση σου σκανδαλίζονται ή περιγελούν. Αν όμως βλέπεις ότι απ' αυτό γλιστράς στην κενοδοξία, τότε να βγεις από την εκκλησία, να κλάψεις κάπου κρυφά και πάλι να επιστρέψεις γρήγορα στη θέση σου. Αυτό είναι πάρα πολύ καλό για τους αρχαρίους, και περισσότερο στον εξάψαλμο, στη στιχολογία του ψαλτηρίου, στην ανάγνωση και στη θεία λειτουργία. Πρόσεχε ακόμη να μην κατακρίνεις κανένα, αλλά να σκέφτεσαι ότι «όσοι με βλέπουν να θρηνώ και να οδύρομαι, θα καταλάβουν ότι έχω πάρα πολλές αμαρτίες και θα προσεύχονται για τη σωτηρία μου». Και οπωσδήποτε, αν πάντοτε αυτό συλλογίζεσαι και εκτελείς ακατάπαυστα, θα ωφεληθείς πολύ και θα ελκύσεις πάνω σου τη χάρη του Θεού και θα γίνεις μέτοχος του θείου μακαρισμού.

124. Μην πηγαίνεις στο κελί κανενός, εκτός από του ηγουμένου, και εκεί πάλι σπάνια. Αν θέλεις να τον ρωτήσεις για κάποιο λογισμό, ρώτησέ τον στην εκκλησία. Μετά την ακολουθία ν' αποσύρεσαι αμέσως στο κελί σου, και κατόπιν στο διακόνημά σου. Ύστερα από το απόδειπνο, αφού βάλεις μετάνοια έξω από το ηγουμενείο και ζητήσεις την ευχή του ηγουμένου, τρέχα σιωπηλός και με σκυμμένο κεφάλι στο κελί σου. Γιατί είναι καλύτερο να πείς ένα τρισάγιο με προσοχή και να κοιμηθείς, παρά να αγρυπνήσεις τέσσερις ώρες με ανώφελες συνομιλίες. Όμως όπου υπάρχει κατάνυξη και πνευματικό πένθος, εκεί ακολουθεί θεία έλλαμψη. Όταν αυτή επιφοιτήσει, διώχνει την ακηδία και τη νόσο.

125. Ιδιαίτερη αγάπη να μην έχεις με κανένα πρόσωπο, και μάλιστα με αρχάριο, ακόμη και αν σου φαίνεται ότι έχει άριστο βίο, και πολύ περισσότερο φυσικά αν έχει βίο ύποπτο. Γιατί συνήθως αυτή η αγάπη από πνευματική μετατρέπεται μέσα σου σε εμπαθή και συ πέφτεις σε ανώφελες θλίψεις. Αυτό μάλιστα συμβαίνει συχνά στους αγωνιστές. Όμως η ταπείνωση και η συνεχής προσευχή θα σε διδάξουν γι' αυτό. Ο καιρός δε μας επιτρέπει να επεκταθούμε στο θέμα. Ο νοών νοείτω.

126. Πρέπει να κρατάς τον εαυτό σου ξένο προς κάθε αδελφό του κοινοβίου, και περισσότερο προς τους γνωστούς που είχες στον κόσμο. Όλους όμως να τους αγαπάς εξίσου, και τους ευλαβείς και αγωνιστές να τους βλέπεις ως αγίους. Για εκείνους πάλι που είναι σαν και μένα ράθυμοι, να προσεύχεσαι εκτενώς. Όμως, όπως προείπα, θεωρώντας τους όλους αγίους, σπεύδε με το πένθος να καθαρθείς από τα πάθη, για να φωτιστείς από τη χάρη, οπότε θα τους βλέπεις όλους ίσους και θα επιτύχεις το μακαρισμό των καθαρών στην καρδιά .

127. Να φρονείς, αδελφέ, ότι η τέλεια αναχώρηση από τον κόσμο είναι καταρχήν η ολοκληρωτική απονέκρωση του θελήματός σου, και έπειτα η αποδέσμευση από τον σύνδεσμο και η απάρνηση των γονέων, συγγενών και φίλων.

128. Επίσης, το να απογυμνωθείς απ' όλα τα υπάρχοντά σου και να τα μοιράσεις στους φτωχούς, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς». Ακόμη, να λησμονήσεις όλα τα πρόσωπα που αγαπούσες είτε σωματικώς, είτε πνευματικώς.

129. Επίσης, να εξομολογηθείς όλα τα μυστικά της καρδιάς σου, όσα έπραξες από τη βρεφική σου ηλικία μέχρι τώρα, στον πνευματικό πατέρα ή στον ηγούμενο, σαν να εξομολογείσαι στον ίδιο το Θεό, ο οποίος εξετάζει «καρδίας και νεφρούς». Γνωρίζεις πώς όταν ο Ιωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετανοίας, πήγαιναν όλοι σ' αυτόν και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Γιατί από την εξομολόγηση γίνεται χαρά μεγάλη στην ψυχή και ανακούφιση στη συνείδηση, σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη: «Λέγε πρώτος εσύ τις αμαρτίες σου, και θα δικαιωθείς.

130. Να βάλεις επίσης στο λογισμό σου, μετά την ένταξή σου στο κοινόβιο, τη βεβαιότητα, ότι πέθαναν όλοι, και οι γονείς και οι φίλοι σου. Και να θεωρείς πατέρα και μητέρα το Θεό και τον ηγούμενο. Μη ζητήσεις ποτέ από τους γονείς και φίλους κάτι που σου χρειάζεται. Αν τώρα αυτοί προνοήσουν και σου στείλουν τίποτε, δέξου το και προσευχήσου γι' αυτούς που σε θυμούνται, δώσε όμως ό,τι σου έστειλαν στον ξενώνα ή στο νοσοκομείο της μονής. Και αυτό να το κάνεις με ταπείνωση· γιατί δεν είναι έργο των τελείων, αλλά των πολύ μικρών.

131. Κάθε τι που είναι καλό, να το κάνεις με ταπείνωση, έχοντας στο νου σου τον Κύριο που είπε: «Όταν τα πράξετε όλα, να λέτε ότι είμαστε άχρηστοι δούλοι και κάναμε ό,τι οφείλαμε να πράξομε».

132. Να φυλάγεσαι να μην κοινωνήσεις ποτέ έχοντας τίποτε εναντίον άλλου, ακόμη και απλό λογισμό, έως ότου επιτύχεις τη συνδιαλλαγή με τη μετάνοια. Αλλά και αυτό θα το μάθεις από την προσευχή.

133. Να είσαι κάθε μέρα έτοιμος να δεχθείς κάθε θλίψη. Να σκέφτεσαι ότι μ' αυτές θ' απαλλαγείς από τις πολλές σου αμαρτίες, και να ευχαριστείς τον Άγιο Θεό. Γιατί απ' αυτό αποκτά κανείς παρρησία που δεν ντροπιάζει, σύμφωνα με τον μέγα Απόστολο που λέει: «Η θλίψη οδηγεί στην υπομονή, η υπομονή στην σταθερότητα, και η σταθερότητα στην ελπίδα. Και η ελπίδα δε θα ντροπιάσει αυτόν που ελπίζει». Γιατί αυτά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν και νους ανθρώπου δεν τα διανοήθηκε, αυτά είναι που θα δοθούν σύμφωνα με την αδιάψευστη υπόσχεση σ' εκείνους οι οποίοι με τη συνεργεία της χάρης δείχνουν υπομονή στις θλίψεις. Γιατί χωρίς τη χάρη τίποτε δεν μπορεί να κατορθωθεί.

134. Να μην έχεις στο κελί σου τίποτε υλικό, μέχρι και βελόνα, έξω από μία ψάθα, μια προβειά, ένα ράσο και ό,τι φοράς. Αν είναι δυνατόν, να μην έχεις ούτε σκαμνί ν' ακουμπάς τα πόδια σου. Γιατί και γι' αυτό υπάρχει λόγος. Ο νοών νοείτω.

135. Ούτε πάλι να απαιτείς από τον ηγούμενο τίποτε απ' όσα σου χρειάζονται, εκτός από τα κανονισμένα, και αυτά όταν αυτός σε καλέσει και σου τα δώσει. Ούτε να πείθεσαι στο λογισμό που σου έρχεται να αλλάξεις κάτι από εκείνα που σου δίνει. Αλλά ό,τι λογής και αν είναι, να τα δέχεσαι με ευχαριστία σαν από το Θεό, και με αυτά να πορεύεσαι. Δεν πρέπει ακόμη να προμηθεύεσαι άλλο με αγορά. Όταν λερώνεται το ζωστικό σου, δύο φορές το χρόνο να το πλένεις, ζητώντας με σχήμα φτωχού και ταπεινού και με κάθε ταπείνωση, ζωστικό από άλλο αδελφό, μέχρις ότου πλυθεί και στεγνώσει το δικό σου, κι έπειτα πάλι με ευχαριστία να το επιστρέφεις. Το ίδιο και με το ράσο και με ό,τι άλλο.

136. Να κοπιάζεις όσο μπορείς στη διακονία. Μέσα στο κελί σου να καρτερείς στην προσευχή με κατάνυξη και προσοχή και αδιάκοπα δάκρυα. Μη βάλεις στο νου σου ότι, σήμερα κοπίασα πάρα πολύ κι ας αφαιρέσω κάτι από την προσευχή εξαιτίας του σωματικού κόπου. Γιατί σου λέω, ότι όσο και αν βιάσει κανείς τον εαυτό του στη διακονία, αν στερηθεί την προσευχή, πρέπει να θεωρεί ότι κάτι μεγάλο έχασε. Και πράγματι έτσι είναι.

137. Να πηγαίνεις πρώτος στις εκκλησιαστικές συνάξεις και να φεύγεις τελευταίος, εκτός μεγάλης ανάγκης, και κυρίως στον όρθρο και στη θεία λειτουργία.

138. Να έχεις πλήρη υποταγή στον ηγούμενο από τον οποίο έγινες μοναχός, και να εκτελείς ανεπιφύλακτα μέχρι θανάτου όσα σε προστάζει, και αν ακόμη σου φαίνονται αδύνατα. Γιατί με αυτό μιμείσαι Εκείνον που υπάκουσε μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού. Κι όχι μόνο τον ηγούμενο, αλλά και όλη την αδελφότητα και εκείνον που έχει αναλάβει να κατανέμει τις διακονίες, δεν πρέπει να παρακούσεις σε τίποτε, αλλά και αν είναι παραπάνω από τη δύναμη σου αυτό που σε διατάζει, αφού βάλεις μετάνοια, ζήτησε συγχώρηση. Αν όμως αυτός δεν αποσύρει τη διαταγή, τότε να βιάζεις τον εαυτό σου να την εκτελέσεις, έχοντας υπόψη ότι η βασιλεία των ουρανών είναι για όσους ασκούν βία στον εαυτό τους, και αυτοί την αρπάζουν.

139. Ακόμη, να κυλιέσαι με συντετριμμένη καρδιά στα πόδια όλης της αδελφότητας, σαν αφανής και άγνωστος και τελείως ανύπαρκτος. Όποιος στη ζωή του φέρεται έτσι, τολμώ να πω ότι θα γίνει διορατικός και πολλά θα προλέγει με τη συνεργεία της χάρης. Ο άνθρωπος αυτός θρηνεί και για τα ελαττώματα των άλλων, μένοντας απερίσπαστος και μη προσηλωμένος στα υλικά, καθώς δεν τον αφήνει να γλιστρήσει σ' αυτά ο πνευματικός και θείος έρωτας. Δεν είναι βέβαια θαυμαστό το να προλέγει κανείς· αυτό πολλές φορές προέρχεται και από τους δαίμονες. Όμως εκείνος που έχει νου, θα το εννοήσει. Πλην όμως αν κανείς αρχίσει να δέχεται εξομολογήσεις, ίσως στερηθεί τα παραπάνω, με το ν' απασχολείται στην εξέταση ξένων λογισμών. Αν όμως από μεγάλη ταπείνωση πάψει να το κάνει, δηλαδή να λέει και να ακούει, επιστρέφει πάλι στην προηγούμενη κατάσταση. Την πλήρη γνώση βέβαια γι' αυτά την εχει μόνον ο Θεός· εγώ είμαι γεμάτος φόβο και δεν τολμώ να έχω γνώμη για τέτοια.

140. Να έχεις πάντοτε το νου σου στο Θεό, είτε κοιμάσαι είτε είσαι ξυπνητός, και στο φαγητό και στη συνομιλία και στο εργόχειρο και σε κάθε άλλη πράξη, σύμφωνα με το λόγο του Προφήτη: «Έβλεπα πάντοτε τον Κύριο ενώπιόν μου». Και να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό από όλους τους ανθρώπους. Γιατί όταν πολυκαιρίζει αυτός ο λογισμός, συνήθως ακολουθεί στη διάνοια κάποια έκλαμψη σαν ακτίνα. Και όσο περισσότερο την επιζητείς με πολλή προσοχή και με απερίσπαστη διάνοια, με μεγάλο κόπο και δάκρυα, τόσο φαίνεται λαμπρότερα. Και όταν φαίνεται, αγαπιέται· καθώς αγαπιέται, προξενεί κάθαρση· καθαίροντας, κάνει τον άνθρωπο όμοιο με το Θεό και τον φωτίζει και τον διδάσκει να διακρίνει το καλό από το κακό. Αλλά, αδελφέ, χρειάζεται πολύς κόπος, μαζί με τη βοήθεια του Θεού, για να κατοικήσει μόνιμα στην ψυχή σου και να την καταφωτίσει όπως η σελήνη το σκοτάδι της νύχτας. Πρέπει ακόμη να προσέχεις και τις προσβολές των λογισμών της κενοδοξίας και της οϊήσεως και να μην κατακρίνεις κανένα που θα δεις να κάνει μια απρέπεια. Γιατί οι δαίμονες παρουσιάζουν τέτοιους λογισμούς στην ψυχή, αν τη δουν ότι ελευθερώθηκε από τα πάθη και τους πειρασμούς με την ενοίκηση της χάρης και την ειρηνική κατάσταση. Όμως η βοήθεια έρχεται από το Θεό. Επίσης, να σου γίνει το πένθος ακατάπαυστο και να μη χορταίνεις από τα δάκρυα. Πρόσεχε όμως να μην πάθεις τίποτε από την πολλή χαρά και κατάνυξη, ούτε να πιστέψεις ότι τα δάκρυα σού ήρθαν από δικό σου κόπο και όχι από τη χάρη του Θεού· αλλιώς θα σου αφαιρεθούν και θα τα ζητήσεις πολύ με προσευχή και δεν θα τα βρεις, και θα μάθεις πόσο μεγάλο δώρο έχασες. Αλλά Κύριε, είθε ποτέ να μη στερηθούμε τη χάρη Σου. Πλην, αδελφέ, αν και αυτό συμβεί, άφησε στο Θεό την ασθένειά σου και αφού σηκωθείς άπλωσε τα χέρια σου και προσευχήσου λέγοντας: «Κύριε, έλέησόν με τον αμαρτωλό και αδύναμο και ταλαίπωρο, και στείλε μου τη χάρη Σου. Μη με αφήσεις να πειρασθώ παραπάνω απ' ό,τι μπορώ. Ιδού Κύριε, οι πολλές αμαρτίες μου σε πόση αθυμία και σε τι λογισμούς με έφεραν. Εγώ Κύριε, και να θελήσω να αποδώσω στους δαίμονες ή στην οίηση τη στέρηση της δικής Σου παρηγοριάς, δεν μπορώ. Γιατί γνωρίζω ότι οι δαίμονες πολεμούν εναντίον αυτών που εκτελούν θερμώς το θέλημά Σου. Εγώ όμως που εκτελώ κάθε μέρα το θέλημά τους, πώς θα δεχθώ πειρασμό απ' αυτούς; Οπωσδήποτε πειράζομαι εξαιτίας των αμαρτιών μου. Και τώρα Κύριε, Κύριέ μου, αν είναι θέλημά Σου και συμφέρον μου, ευδόκησε να έρθει πάλι η χάρη Σου σ' εμένα τον δούλο Σου· να την βλέπω και να χαίρομαι γεμάτος κατάνυξη και κλαυθμό, φωτιζόμενος από την αέναη έλλαμψή της· να με φυλάγει από ακάθαρτους λογισμούς και από κάθε πονηρό πράγμα και από τα σφάλματά μου, που διαπράττω κάθε μέρα, με έργα και με λόγια, με γνώση ή με άγνοιά μου. Και να βεβαιώνομαι, Κύριε, ότι έχω παρρησία ενώπιόν Σου, από τις θλίψεις που πέφτουν καθημερινά πάνω σ' εμένα τον δούλο Σου και που τις προξενούν οι δαίμονες και οι άνθρωποι, και από την εκκοπή του θελήματός μου, έχοντας στο νου μου και τα αιώνια αγαθά που περιμένουν όσους σε αγαπούν. Γιατί Εσύ, Κύριε, είπες ότι όποιος αιτεί, παίρνει· και όποιος ζητά, βρίσκει· και σ' όποιον χτυπά, του ανοίγεται η θύρα». Εκτός από αυτά αδελφέ, και με όσα άλλα σου βάλει ο Θεός μέσα στη διάνοιά σου, επίμενε να παρακαλείς, χωρίς να χαλαρώνεις από ακηδία. Και ο αγαθός Θεός δε θα σε εγκαταλείψει.

141. Στο κελί που έλαβες στην αρχή από τον ηγούμενο, εκεί καρτέρησε μέχρι τέλους. Αν είναι παλιό ή ετοιμόρροπο και σου προξενεί ανησυχία, βάλε μετάνοια στον ηγούμενο με ταπείνωση και υπενθύμισέ του το. Και αν ακούσει, να χαρείς· αν όχι, και πάλι ευχαρίστησε, ενθυμούμενος τον Κύριό σου, ο οποίος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Γιατί αν τον ενοχλήσεις δύο φορές ή τρεις ή τέσσερις γι' αυτό το θέμα, αποκτάς απέναντί του παρρησία, κατόπιν απιστία και τέλος καταφρόνηση. Αν λοιπόν θέλεις να ζήσεις ήρεμη και ησυχαστική ζωή, μη ζητείς τίποτε για σωματική σου άνεση από τον ηγούμενο. Γιατί στην αρχή δεν υποσχέθηκες τούτο, αλλά αντίθετα να σε καταφρονούν και να σε εξουθενώνουν όλοι και εσύ, κατά την εντολή του Κυρίου, να τα υποφέρεις αυτά με γενναιότητα. Αν λοιπόν θέλεις να διατηρείς την πίστη και την αγάπη στον ηγούμενο και να τον βλέπεις σαν άγιο, φύλαξε αυτά τα τρία: μη ζητείς τίποτε για την άνεσή σου, μην έχεις θάρρος μαζί του, και μην πηγαίνεις συχνά σ' αυτόν, όπως κάνουν μερικοί, επειδή τάχα εξυπηρετούνται από αυτόν, πράγμα αβέβαιο σαν όλα τα ανθρώπινα. Δεν κατακρίνω και το να φανερώνεις σ' αυτόν κάθε λογισμό που σου έρχεται. Αν τα τηρήσεις αυτά, θα περάσεις χωρίς τρικυμίες τη θάλασσα του βίου και τον πνευματικό σου πατέρα, όποιος και αν είναι, θα τον θεωρείς άγιο. Αν μέσα στην εκκλησία τον πλησιάσεις για να τον ερωτήσεις σχετικά με κάποιον λογισμό και τον βρείς απασχολημένο με άλλον αδελφό για την ίδια αιτία ή κάποια άλλη, και σε αφήσει γι' αυτό να περιμένεις λίγο, μη δυσανασχετήσεις και μη σκεφτείς τίποτε κακό· αλλά στάσου στην άκρη με τα χέρια σταυρωμένα μέχρις ότου τελειώσει ο άλλος και προσκαλεσθείς εσύ. Γιατί αυτό το συνηθίζουν οι πατέρες ίσως επίτηδες, για δοκιμή και απαλλαγή από τις προηγούμενες αμαρτίες μας.

142. Να νηστεύεις τις τρεις σαρακοστές. Τη μεγάλη Σαρακοστή να τρως κάθε δυο ημέρες, εκτός αν είναι μεγάλη εορτή, Σάββατο ή Κυριακή. Τις δυο άλλες, μέρα παρά μέρα. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, να τρως μία φορά την ημέρα, εκτός αν είναι Σάββατο, Κυριακή ή εορτή, αλλά και τότε να μη χορταίνεις.

143. Φρόντισε να γίνεις ωφέλιμο υπόδειγμα για όλη την αδελφότητα σε κάθε αρετή, στην ταπείνωση, στην πραότητα, στην ελεημοσύνη, στην υπακοή ακόμη και στους πιο ασήμαντους, στην αοργησία, στην αποδέσμευση από πάθη, στην ακτημοσύνη, στην κατάνυξη, στην ακακία, στην απεριέργεια, στην απλότητα, στην αποξένωση από κάθε άνθρωπο, στην επίσκεψη ασθενών, στην παρηγοριά των θλιβομένων, στο να μην αποστραφείς κανέναν που έχει ανάγκη να του φανείς ωφέλιμος, με δικαιολογία την επικοινωνία με το Θεό —γιατί η αγάπη είναι ανώτερη από την προσευχή. Ακόμη, να δείχνεις συμπάθεια σε όλους, να σου λείπει η κενοδοξία, η παρρησία και η ελεγκτικότητα προς τους άλλους, να μη ζητείς τίποτε από τον ηγούμενο ή από τον διακονητή, να τιμάς όλους τους ιερείς, να είσαι προσεκτικός στην προσευχή και ανεπιτήδευτος στους τρόπους και να δείχνεις αγάπη σε όλους. Να μη δείχνεις σπουδή να περιεργάζεσαι και να ερευνάς τις Γραφές με στόχο να σε δοξάζουν. Αυτά θα σου τα διδάξει η προσευχή που γίνεται με δάκρυα και η έκλαμψη της χάρης. Όταν λοιπόν ερωτηθείς για κάτι ωφέλιμο, να διδάσκεις με πολλή ταπείνωση για τις υψηλές πνευματικές καταστάσεις όπως σε φωτίζει η χάρη, αναφέροντας περιστατικά από τη ζωή σου σαν να ανήκουν σε άλλον, με ακενόδοξο λογισμό, όποιος και να είναι εκείνος που ερωτά επιθυμώντας να ωφεληθεί. Και εκείνον που θέλει να σε συμβουλευτεί για έναν λογισμό, μη τον αποστραφείς, αλλά πάρε πάνω σου τα σφάλματά του, όποια και αν είναι, και κλάψε και προσευχήσου γι' αυτόν. Γιατί αυτό μαρτυρεί αγάπη και τέλεια συμπάθεια. Μην τον διώξεις από φόβο μήπως βλαφθείς απ' όσα ακούσεις, γιατί με τη συνεργεία της χάρης δεν θα πάθεις τίποτε. αλλά για να μη βλαφθούν άλλοι, να τον ακούσεις σε απόκρυφο τόπο. Ίσως βέβαια, ως άνθρωπος, να υποστείς προσβολή λογισμού, αν όμως έχεις τη χάρη, ούτε αυτό δε θα το πάθεις. Γιατί έχομε διδαχθεί να μη ζητούμε το δικό μας συμφέρον, αλλά των άλλων, για να σωθούν. Όπως προείπαμε, πρέπει να ζεις βίο αμέριμνο και ακτήμονα. Και τότε θα καταλάβεις ότι η χάρη ενεργεί μέσα σου, όταν θεωρείς αληθινά τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό από όλους τους ανθρώπους. Το πώς γίνεται αυτό δεν μπορώ να το πώ, ο Θεός το γνωρίζει.

144. Κατά την αγρυπνία, οφείλεις να αφιερώνεις δυο ώρες στην ανάγνωση, και άλλες δύο να προσεύχεσαι με κατάνυξη και με δάκρυα· να κάνεις όποιον κανόνα θέλεις, και ψαλμούς, αν θέλεις, να λες τους δώδεκα και τον Άμωμο και την ευχή του αγίου Ευστρατίου. Αυτά, τις μεγάλες νύχτες. Στις μικρές νύχτες να κάνεις συντομότερη ακολουθία, ανάλογα με τη δύναμη που σου δίνει ο Θεός. Γιατί χωρίς Αυτόν κανένα αγαθό δεν κατορθώνεται, όπως λέει ο Προφήτης: «από τον Κύριο κατευοδώνονται τα όσα κάνει ο άνθρωπος», και ο ίδιος ο Σωτήρας: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε».
Χωρίς δάκρυα να μην κοινωνήσεις ποτέ.

145. Να τρως ό,τι σου παραθέτουν ό,τι και αν είναι. Επίσης να πίνεις κρασί με εγκράτεια χωρίς γογγυσμό. Αν κάθεσαι μόνος σου διότι είσαι ασθενής, τρώγε ωμά λαχανικά με ελιές. Αν κανείς αδελφός σου στείλει κάτι φαγώσιμο, δέξου το με ευχαριστία και ταπείνωση σαν ξένος· φάγε από αυτό, ό,τι και να είναι, και το υπόλοιπο στείλε το σε άλλον αδελφό φτωχό και ευλαβή. Αν σε καλέσει κανείς να σε φιλέψει, φάγε από όλα που προσφέρει, αλλά λίγο, σύμφωνα με την εντολή, φυλάγοντας την εγκράτεια. Αφού σηκωθείς και του βάλεις μετάνοια σαν ξένος και φτωχός, ευχαρίστησέ τον λέγοντας: «Ο Θεός, πάτερ άγιε, να σου το ανταποδώσει». Πρόσεχε όμως μην πεις τίποτε, ακόμη και αν σου φανεί ωφέλιμο.

146. Αν κανένας αδελφός στενοχωρήθηκε από τον ηγούμενο ή τον οικονόμο ή από άλλον και έρθει σε σένα, παρηγόρησέ τον και πές του: «Πίστεψέ με αδελφέ, για δοκιμή σου έγινε αυτό. Και σε μένα έχει συμβεί αυτό με διάφορους τρόπους, και από μικροψυχία λυπόμουνα. Όταν όμως βεβαιώθηκα ότι είναι για δοκιμή μου, υποφέρω ευχαρίστως. Και συ λοιπόν έτσι κάνε, και μάλλον θα χαρείς για τέτοιες θλίψεις». Αν πάλι αρχίσει να κακολογεί, ούτε τότε να τον αποστραφείς, αλλά παρηγόρησέ τον όπως σε φωτίζει η χάρη. Γιατί η διάκριση είναι πολλών ειδών, και όπως εννοείς την κατάσταση του αδελφού και τους λογισμούς του, πλησίασέ τον ανάλογα και μην τον αφήσεις να φύγει αθεράπευτος.

147. Αν κάποιος αδελφός είναι άρρωστος και συμβεί να μη τον επισκεφθείς πολύν καιρό, στείλε του πρωτύτερα κάτι και μήνυσέ του: «Πίστεψε, πάτερ άγιε, σήμερα έμαθα ότι είσαι άρρωστος και ζητώ συγχώρηση». Κατόπιν πήγαινε και αφού βάλεις μετάνοια και κάνετε προσευχή, πες του: «Πώς ο Θεός σε βοήθησε πάτερ άγιε;». Και αφού καθίσεις με σταυρωμένα χέρια, μείνε σιωπηλός. Αν είναι παρόντες και άλλοι επισκέπτες, πρόσεχε μην πεις τίποτε, είτε αγιογραφικό, είτε άλλο, και μάλιστα αν δεν ερωτηθείς, για να μην στενοχωρηθείς ύστερα. Γιατί αυτό το παθαίνουν συνήθως οι πιο απλοί αδελφοί.

148. Αν τύχει και καθίσεις για φαγητό μαζί με ευλαβείς αδελφούς, πρέπει να τρως από τα παρατιθέμενα, ό,τι και αν είναι αυτά. Αν έχεις εντολή να μην τρως κάτι, ψάρι ας πούμε ή κάτι τέτοιο, και έχουν παρατεθεί στο τραπέζι και αυτά, αν είναι κοντά εκείνος που σου έδωσε την εντολή, πήγαινε και πείσε τον να σου επιτρέψει να φας. Αν όμως δεν είναι, ή αν γνωρίζεις ότι δεν σου το επιτρέπει, και από το άλλο μέρος δε θέλεις να τους σκανδαλίσεις, φάγε και κατόπιν ανάφερε αυτό που έκανες, ζητώντας συγχώρηση. Αν κανένα απ' αυτά δεν θέλεις να κάνεις, καλύτερα να μην πας στο τραπέζι. Γιατί έτσι θα έχεις διπλό κέρδος: και τον δαίμονα της κενοδοξίας θα αποφύγεις και αυτούς θα τους γλυτώσεις από σκανδαλισμό και στενοχώρια. Αν τα φαγητά είναι από τα παχύτερα, φύλαξε τον κανόνα. Καλύτερο όμως είναι και τότε να φας απ' όλα λίγο. Ομοίως και όταν τύχεις σε εορταστικό τραπέζι, σύμφωνα με τον Απόστολο που νομοθετεί: «Ό,τι σας παραθέτουν να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτε και να δημιουργείτε πρόβλημα στη συνείδησή σας».

149. Αν προσεύχεσαι μέσα στο κελί σου και χτυπήσει κανείς την πόρτα, άνοιξέ του. Και αφού καθίσεις, μίλησέ του με ταπείνωση, για όποιο ωφέλιμο θέμα σε ρωτήσει. Και αν τον βαραίνει κάποια στενοχώρια, φρόντισε να τον ανακουφίσεις ή με λόγο ή με έργο. Και όταν φύγει, κλείσε και συνέχισε την προσευχή σου. Γιατί το ίδιο σπουδαία με την εξιλέωση του Θεού είναι και η ανακούφιση των προσερχόμενων. Στους κοσμικούς όμως δεν πρέπει να κάνεις έτσι, αλλά αφού τελειώσεις την προσευχή, κατόπιν να συνομιλείς μαζί τους.

150. Όταν προσεύχεσαι, αν νιώσεις δειλία, ή ακούσεις κτύπο, ή δεις φως ή κάτι άλλο, μην ταραχθείς, αλλά μάλλον καρτέρησε στην προσευχή πιο επίμονα. Γιατί είναι oι δαίμονες που προξενούν ταραχή και φρίκη και έκσταση για να χάσεις την ψυχραιμία σου και ν' αφήσεις την προσευχή, και κατόπιν όταν συνηθίσεις σ' αυτό να σε έχουν υποχείριο. Αν όμως εκεί που κάνεις την προσευχή σου, λάμψει άλλο φως, που δεν μπορώ να το παραστήσω, και γεμίσει η ψυχή σου από χαρά και κυριευθείς από επιθυμία των επουρανίων και δάκρυα πολλά με κατάνυξη, γνώριζε ότι αυτό είναι θεία επίσκεψη και βοήθεια. Και αν επιμένει αυτή η κατάσταση πολύ, επειδή δε θα αντέξεις περισσότερο στα πολλά δάκρυα, αιχμαλώτισε το νου σου σε κάτι το σωματικό και με αυτό θα κατεβείς από αυτό το ύψος. Πρόσεχε όμως μην αφήσεις την προσευχή από τα φοβερίσματα των δαιμόνων αλλά όπως το μικρό παιδί, που όταν το φοβερίζουν καταφεύγει στην αγκαλιά της μητέρας ή του πατέρα και διώχνει το φόβο, έτσι και συ τρέξε με την προσευχή στο Θεό και θα αποφύγεις το φόβο των δαιμόνων.

151. Αν εκεί που κάθεσαι στο κελί σου, έρθει αδελφός και σε ρωτήσει επειδή έχει σαρκικό πόλεμο, μην τον διώξεις, αλλά με κατάνυξη, όπως σε φωτίσει η χάρη του Θεού και από ό,τι γνωρίζεις από την πείρα σου, ωφέλησέ τον και έτσι άφησέ τον να φύγει. Όταν φεύγει, βάλε του μετάνοια και πές του: «Πίστεψέ με αδελφέ, ελπίζω στη φιλανθρωπία του Θεού, ότι θα φύγει από σένα αυτός ο πόλεμος· μόνο μην υποχωρήσεις ή χαλαρώσεις». Μόλις φύγει, σήκω επάνω και, αφού αναλογιστείς τον πόλεμό του, σήκωσε τα χέρια σου προς το Θεό και προσευχήσου με δάκρυα και στεναγμούς για τον αδελφό, λέγοντας: «Κύριε ο Θεός, εσύ που δε θέλεις τον θάνατο του αμαρτωλού, οικονόμησε για τον αδελφό όπως γνωρίζεις και συμφέρει σ' αυτόν». Και ο Θεός που γνωρίζει την πίστη του αδελφού προς εσένα και τη δική σου συμπάθεια από αγάπη και την ειλικρινή προσευχή σου για τον αδελφό, θα ανακουφίσει τον σαρκικό του πόλεμο.

152. Όλα αυτά, αδελφέ, είναι κατάλληλα για κατάνυξη, και πρέπει να τα επιτελείς με συντετριμμένη καρδιά, υπομονή και ευχαριστία, γιατί φέρνουν δάκρυα, καταργούν τα πάθη και προξενούν τη βασιλεία των ουρανών. Γιατί η βασιλεία των ουρανών ανήκει σ' αυτούς που βιάζουν τον εαυτό τους, και αυτοί την αρπάζουν. Και αν τα κατορθώσεις αυτά, θα απαλλαγείς ολότελα από τις παλιές σου συνήθειες, ίσως ακόμη και από αυτές τις προσβολές των λογισμών. Γιατί είναι φυσικό να υποχωρεί το σκοτάδι μπροστά στο φως και η σκιά στον ήλιο. Αν όμως δείξει κανείς στην αρχή αμέλεια σ' αυτά, και χαλαρώσει το φρόνημά του και περιεργάζεται άλλα, θα στερηθεί τη χάρη· και τότε, αφού πέσει σε κακά πάθη, θα γνωρίσει την αδυναμία του και θα κυριευθεί από δειλία. Εκείνος πάλι που τα κατορθώνει, δεν πρέπει να τα αποδίδει στο δικό του κόπο, αλλά στη χάρη του Θεού. Προηγουμένως δε, πρέπει να καθαρίζει τον εαυτό του, σύμφωνα με το λόγο του αγίου Γρηγορίου: «Πρώτα θα καθαρθεί κανείς κι έπειτα θα πλησιάσει τον Καθαρό». Από τα πολλά δηλαδή δάκρυα καθαίρεται ο νους και δέχεται έλλαμψη του θείου φωτός, το οποίο αγαπά να σκηνώνει σε όσους φροντίζουν γι' αυτό, και δε λιγοστεύει ακόμη και αν το λάβει όλος ο κόσμος.

(153.) Ερώτησαν κάποτε αυτόν τον άγιο και μακάριο Συμεών, πώς πρέπει να είναι ο ιερέας· κι αυτός αποκρίθηκε: «Εγώ δεν είμαι άξιος να είμαι ιερέας, αλλά γνωρίζω ακριβώς πώς πρέπει να είναι εκείνος που μέλλει να ιερουργεί ενώπιον του Θεού. Πρέπει λοιπόν εν πρώτοις να είναι αγνός όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και ακόμη να είναι αμέτοχος από κάθε αμαρτία. Δεύτερον, να είναι ταπεινός και στην εξωτερική διαγωγή και στην εσωτερική στάση της ψυχής. Κατόπιν, όταν στέκεται μπροστά στην ιερή και αγία Τράπεζα, οφείλει, βλέποντας αισθητά τα άγια Δώρα που είναι μπροστά του, να βλέπει νοερά τη Θεότητα, χωρίς να έχει καμιά αμφιβολία. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά και Αυτόν τον Κύριο που είναι παρών στα Τίμια Δώρα αοράτως, οφείλει να Τον έχει ένοικο μέσα στην καρδιά του ενσυνείδητα, για να μπορεί με παρρησία να προσφέρει τις ικετευτικές ευχές, και μιλώντας σαν φίλος προς φίλο, να λέει: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομά Σου», σε τρόπο ώστε η προσευχή αυτή να φανερώνει ότι τον φύσει Υιό του Θεού, τον εχει ένοικο μέσα του μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Τέτοιοι λοιπόν, καθώς γνωρίζω, πρέπει να είναι οι πρεσβύτεροι. Συγχωρήστε με, πατέρες και αδελφοί».

(154.) Έλεγε και τούτο, για άλλον τάχα, κρύβοντας τον εαυτό του για να αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων, αλλά αναγκαζόμενος από φιλανθρωπία φανερώνεται από τα λόγια του: «Μου είπε κάποιος Ιερομόναχος, από θάρρος διότι με αγαπούσε, ότι "ποτέ δε λειτούργησα χωρίς να δω το Άγιο Πνεύμα, όπως το είδα όταν χειροτονήθηκα και ο Μητροπολίτης έλεγε την ευχή της χειροτονίας έχοντας το Ευχολόγιο πάνω στην άθλια μου κεφαλή". Εγώ τον ρώτησα πώς είδε το Άγιο Πνεύμα και σε ποια μορφή. Και μου αποκρίθηκε: "Το είδα απλό, χωρίς μορφή, αλλά σαν φως. Και καθώς απορούσα στην αρχή βλέποντας εκείνο που ποτέ δεν είχα δει, και συλλογιζόμουν τι να είναι, Αυτό μου έλεγε μυστικά σαν να μου μιλούσε με γνωστή φωνή: Εγώ έτσι επιφοιτώ σε όλους τους Προφήτες και Αποστόλους και στους τωρινούς εκλεκτούς και αγίους του Θεού. Γιατί εγώ είμαι το Άγιο Πνεύμα του Θεού". Σ' Αυτό ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.».