Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Ποιοὶ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς;


Ποιοὶ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς; 
Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, 
Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, ἐκδόσεις Ι. Μ. Σταυρονικήτα,Ἅγιον Ὅρος, σελ. 256-269.


Ότι επτά είναι οι κατηγορίες αυτών που έχουν ανάγκη προσευχής. Και ότι όσοι παρακαλούν τον Θεό για πράγματα που δεν κατανοούν, δεν εισακούονται. Εάν τώρα είναι ο καιρός που πρέπει οι άνθρωποι να προσκυνούν τον Θεό εν πνεύματι και αληθεία, και δεν προσεύχονται εν πνεύματι, τότε ματαιοπονούν διότι δεν φωτίζονται από τον Θεό.


Κεφάλαιο ΙΘ’

Επτά είναι τα τάγματα αυτών που χρειάζονται σωτηρία: οι απολωλότες, οι αιχμάλωτοι, οι πλανεμένοι, οι τσακισμένοι, οι κλονιζόμενοι, οι σταθεροί, και όσοι βαδίζουν το δρόμο τους.

Υπάρχει και όγδοο: αυτοί που «λησμονούν τα παλαιά και προχωρούν προς εκείνα που είναι, εμπρός». 

Καθένα λοιπόν από αυτά τα οκτώ τάγματα έχει ανάγκη από ιδιαίτερη προσευχή γι’ αυτό, εκ μέρους της Εκκλησίας του Θεού. Έτσι χρειάζεται προσευχή το απολωλός, για να το αναζητήσει ο Θεός ο πανταχού παρών, στον οποίο είναι ολοφάνερα και ο άδης και η απώλεια. 

Το αιχμάλωτο, για να λυτρωθεί με τη ρομφαία της δύναμης του παντοκράτορα· γιατί δεν μπορεί να ελευθερωθεί μόνος του ο αιχμάλωτος που οδηγείται στη φυλακή. Το πλανεμένο, ώστε οι οφθαλμοί του Θεού που βλέπουν τα πάντα, να το φωτίσουν, να του υποδείξουν και να το οδηγήσουν στην οδό της αλήθειας, καθώς λέει και ο ψαλμός: «Οδήγησέ με Κύριε στην οδό σου, και θα πορευθώ σύμφωνα με την αλήθειά σου.» 

Το τσακισμένο, για να το ανορθώσει ο Κύριος· γιατί κανένας από τους τσακισμένους δεν μπορεί να ανορθωθεί με τη δύναμή του. Το κλονιζόμενο, για να το στηρίξει ο υπερμεγέθης βραχίονας του Υψίστου. Το σταθερό, για να εδραιωθεί με την θεία χάρη, και να μην περιφέρεται εδώ κι εκεί. 

Αυτό που βαδίζει στο δρόμο του, για να προχωρεί χωρίς προσκόμματαεφόσον αγγελική δύναμη θα σηκώνει τις πέτρες και, τις δυσκολίες του μακρινού και στενού δρόμου, για να μην καταπονείται παραπάνω απ’ όσο αντέχει. Και το όγδοο, για να μη νομίζει ότι είναι υπεράνω των κακών, αλλά να λυπάται διότι υστερεί στα καλά, και να διδάσκεται πόσο ακόμα υπολείπεται από το αληθινό ύψος, αυτός που βρίσκεται υπεράνω πάντων. Αυτό είναι σύμφωνα με τον Απόστολο το έργο των τελείων, καθώς ο ίδιος λέει: «Όσοι είμαστε τέλειοι, ας σκεπτόμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο: να προχωρούμε επιδιώκοντας το βραβείο της επουρανίου κλήσεως.»

Όταν λοιπόν κάποιος εξαιτίας της αγάπης του Θεού θελήσει ή αξιωθεί να προσευχηθεί για κάποιο από αυτά τα οκτώ τάγματα, ας προσέξει ώστε να κάνει ωφέλιμη και κατάλληλη προσευχή για το καθένα, για να μην κοπιάσει μάταια ζητώντας τη σωτηρία που δεν είναι ταιριαστή για καθένα από αυτά τα τάγματα. 

Διότι πώς θα τον ακούσει ο Κύριος; Κάποιος από τους πατέρες λέει προς τον προεστώτα: «Μην αποκάμεις να προσεύχεσαι για τους εντελώς αμελείς, εφόσον σου το ζητούν, όχι για να ελεηθούν διότι αυτό είναι αδύνατον αν δεν συνεργούν κι εκείνοι άλλα για να ξυπνήσουν και να αγωνιστούν.» 

Επειδή και αυτός που θα θελήσει να δώσει στερεά τροφή στο νήπιο που ακόμη πίνει γάλα, δεν θα το δυναμώσει, αλλά μάλλον θα το καταστρέψει και θα το θανατώσει. Κι αν κανείς θηλάζει κάποιον που εισέρχεται στην ανδρική ηλικία, σίγουρα είναι και οι δύο ανόητοι. Ο Θεός είναι της τάξεως και της ειρήνης Θεός. Όμως εξαιτίας της άγνοιας σ’ αυτά είναι ανάγκη αυτός που προσεύχεται, να ζητεί το συμφέρον, γι’ αυτό το οποίο προσεύχεται. ’Επειδή κι ο Ιησούς έτσι προσευχόταν προς τον Πατέρα του λέγοντας: «Ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου.»

Εάν κάποιος παρακαλεί να προσεύχονται για τον εαυτό του ώστε να απαλλαγεί από τη φθορά και το θάνατο, προηγουμένως ας ακούσει και ας διδαχθεί· και αφού μάθει τί είναι αφθαρσία και τί είναι ζωή: τότε να προσεύχεται για τον εαυτό του, είτε έχει παρρησία είτε δεν έχει· ώστε όταν λάβει αυτό που ζητεί, το αίτημα για το οποίο παρακαλεί, να ευχαριστήσει και να μείνει στην ευχαριστία. 

Γιατί εάν το αγνοήσει μετά που θα το λάβει, πώς θα ευχαριστήσει αυτόν που του το έδωσε; Και όταν δεν ευχαριστήσει, τότε θα γίνει άξιος για τιμωρίες. Αυτός που λέει «σώσον με», βρίσκεται σίγουρα σε αιχμαλωσία, και αυτός που λέει «λύτρωσέ με», βρίσκεται σίγουρα σε φυλακή και δεσμά. Εάν λοιπόν αυτοί πού λένε αυτά τα λόγια, τα λένε επιπόλαια κι από κάποια συνήθεια, αγνοώντας και τον κίνδυνο και την αιχμαλωσία και τη φυλακή και τα δεσμά, ποιός θα τους ακούσει; Γι’ αυτό όσοι φωνάζουν νύχτα και μέρα στον Θεό, «Κύριε σώσον με· Κύριε ρύσαι με· Κύριε λύτρωσέ με», χωρίς να γνωρίζουν τον επαπειλούμενο κίνδυνο, την πικρή αιχμαλωσία, τη σκοτεινή φυλακή και τα σιδερένια και αναπόδραστα δεσμά, ούτε εισακούστηκαν, ούτε εισακούονται, ούτε θα εισακουστούν. 

Πρέπει λοιπόν προηγουμένως να διδαχθούμε και να τα μάθουμε αυτά από εκείνους που τα γνωρίζουν και να τα κατανοήσουμε, κι έπειτα να παρακαλούμε. Και εάν δεν βρίσκονται εύκολα αυτοί που γνωρίζουν, πρέπει να τους αναζητούμε με επιμονή και να τους βρίσκουμε. Εάν όμως δεν υπάρχουν αυτοί, να παρακαλούμε τον Θεό, να μας δείξει αοράτως και τον κίνδυνο και την αιχμαλωσία και τη φυλακή και τα δεσμά, ώστε μετά την επίγνωση των τόσο μεγάλων κακών, να φωνάξουμε προς αυτόν με δάκρυα και δυνατή κραυγή, ώστε αφού ελεήσει τους αν άξιους ελέους, να μας σώσει και να μας ελευθερώσει και να μας λυτρώσει.

Διαφορετικά ο Θεός δεν μπορεί να μας ελεήσει. Όπως ο άνθρωπος που θα μπορούσε, δεν μπορεί να ελεήσει τον συνάνθρωπο που δεν γνωρίζει το έλεος. Ο Θεός που μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν μπορεί να πει ψέματα, δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του. Γι’ αυτόν το λόγο όποιος δεν μετανοεί, δεν μπορεί να τον ελεήσει. Αυτόν που δεν ζητεί, δεν του δίνει. Αυτόν που δεν αναζητεί, δεν τον καθοδηγεί προς την εύρεση. Αυτόν που δεν κτυπά, δεν του ανοίγει τη θύρα του ελέους. Αυτόν που ζητεί με κακό τρόπο, δεν του δίνει. Αυτόν που δεν ελεεί και λέει «ελέησόν με», δεν τον ελεεί.

Γιατί όπως είναι παντοδύναμος, έτσι είναι και δίκαιος. Η δύναμή του εκδηλώνεται με δικαιοσύνη, και το έλεός του με ζύγι και μέτρο. Είναι αναγκαίο λοιπόν κάθε άνθρωπος να διδαχθεί όσα είναι δυνατά για τον Θεό, και κατόπιν να παρακαλεί για να τα λάβει. Διότι εάν ο σαρκικός πατέρας όταν ο γιός του τού ζητάει δηλητήριο, δεν μπορεί να του το δώσει, πολύ περισσότερο ο Θεός που λέει: «Μπορεί η μάνα να λησμονήσει το παιδί της; αλλ’ ακόμη κι αν το λησμονήσει, εγώ δεν θα σε λησμονήσω»· και πάλι: «Ρωτήσατέ με για τους υιούς και τις θυγατέρες μου.» Αν λοιπόν υιούς και θυγατέρες ονομάζει τους ανθρώπους, πώς μπορεί να τους δώσει θανατηφόρα πράγματα, ακόμη κι αν ζητούν αυτά με πολλούς στεναγμούς και δάκρυα και για πολύ χρονικό διάστημα;

Ο Θεός στο χριστιανό που παρακαλεί, δίνει μεγάλα δώρα τα οποία δεν μπορεί να τα αποκτήσει κανείς μόνος του: καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη, που βρίσκεται σε νήψη, σωφρονεί, μετανοεί, έχει κατάνυξη, μνήμη θανάτου, μνήμη της μελλούσης κρίσεως, σοφία ώστε να κατανοεί το λόγο του Θεού, σύνεση, δύναμη για να τον φοβάται, σθένος για να προσεύχεται πρόθυμα με φόβο και ευλάβεια, αγνότητα, πραότητα, υπομονή και μακροθυμία, ώστε όποιος λάβει αυτά και τα κάνει κτήμα του, να του δώσει τον αγιασμό, δηλαδή την υγεία. 

Και υγεία είναι το να μην ορεγόμαστε κανένα από τα αμαρτήματα που περιέχουν επιθυμία κοσμική: χρήματα, σαρκική ηδονή, δόξα και τιμή επίγεια από τους ανθρώπους. Ο Θεός δεν μπορεί να θεραπεύσει όποιον προηγουμένως δεν έλαβε και δεν έκανε κτήμα του τα δώρα που αναφέραμε, με σκοπό να μην λάβει την υγεία του πριν να τα λάβει, και αποβλέψει στην ανθρώπινη δόξα ως υγιής και ανενόχλητος από κάθε νόσημα, και πέσει στην παγίδα του διαβόλου, την υπερηφάνεια, και γίνουν τα έσχατα αυτού χειρότερα από τα πρώτα. Διότι η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αμαρτίες. Εξαιτίας της και μόνον ακολούθησαν όλα τ’ άλλα αμαρτήματα και αυτή είναι η αρχή της αμαρτίας. Λέει: «Αρχή αμαρτίας, υπερηφανία.»

Ο Κύριος είπε στη Σαμαρείτιδα: «Πίστεψέ με γυναίκα, ότι έρχεται ώρα και μάλιστα ήρθε ήδη, που οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά· ο Θεός είναι πνεύμα, κι εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά.» 

Και ο Απόστολος λέει ότι ο Θεός, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα, μια και δεν έχει ανάγκη από κάτι. Διότι ο Θεός είναι αυτάρκης και πλήρης, και όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά κι αυτοί οι άγιοι άγγελοι του Θεού παίρνουν κάτι από την πληρότητά του, επειδή όλοι έχουν ανάγκη από τον ανελλιπή και πλήρη. Και είτε τον ευχαριστούν είτε τον υμνούν είτε τον δοξάζουν, δεν το κάνουν με τη δική τους δύναμη, αλλά αφού δυναμωθούν προηγουμένως με τη μετοχή στην πληρότητα της χάριτός του, τότε μπορούν να ευχαριστούν και να υμνούν και να δοξάζουν, τον Θεό και δεσπότη που τους εδημιούργησε εκ του μη όντος.

Ποιοί λοιπόν είναι οι αληθινοί προσκυνητές, που δεν περιορίζουν τη λατρεία σε ορισμένο τόπο, και λατρεύουν τον Θεό πνευματικά; Διότι όταν είπε «Πνεύμα ο Θεός», δεν δήλωσε τίποτε άλλο, παρά μόνον ότι είναι ασώματος. Πρέπει λοιπόν η λατρεία του ασωμάτου, να προσφέρεται με το ασώματο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή με την ψυχή. Διότι ο ασώματος λατρεύεται με το νου και την καθαρότητα της διάνοιας. 

Επειδή λοιπόν, καθώς ο Κύριος είπε και το προαναφέραμε, «είναι κοντά ο καιρός, ήρθε κιόλας», πώς είναι δυνατόν να λατρεύεται διαφορετικά ο Θεός με οσιότητα και δικαιοσύνη, παρά μόνο με το νου και τη διάνοια; Και είναι αδύνατον η διάνοια και ο νους όλος του ανθρώπου να προσκυνήσει τον Θεό, εάν δεν γίνει προηγουμένως η κάθαρσή τους με την πίστη στο Χριστό, χάρη στη θεραπεία και γιατρειά και απολύτρωση που δίνει μονάχα ο ίδιος ο Χριστός. 

Γι’ αυτούς λοιπόν των οποίων ο νους και η διάνοια δεν δέχθηκαν προηγουμένως την γιατρειά και τη θεραπεία και την απολύτρωση από τον Χριστό μυστικά και νοητά, καταντούν ανώφελα όλα όσα νομίζουν ότι πράττουν για τη δόξα του Θεού, είτε τα ονομάσεις νηστεία, είτε προσευχή, είτε ελεημοσύνη, είτε αγρυπνία, είτε χαμευνία και κάθε άλλη κακοπάθεια, είτε έσχατη ακτημοσύνη. 

Διότι δεν προσκύνησαν ακόμη τον Θεό πνευματικά· κι αυτό είναι η αλήθεια· και εφόσον απουσιάζει η αλήθεια όλα τα άλλα είναι ψεύδος και απάτη και αγνωσία Θεού και άγνοια της κατά Χριστόν ζωής, και τελικά εξαιτίας της απερισκεψίας τους αποβαίνουν αναισθησία και ζωή πλανεμένη σε σχέση με τον απλανή Χριστό.

Συνεπώς αυτοί των οποίων η διάνοια είναι ακόμη αγιάτρευτη κι έτσι δεν μπορούν να προσκυνούν πνευματικά τον Θεό, ας αγωνιστούν να αποκτήσουν προηγουμένως αυτό το αγαθό – για το οποίο και ο Χριστός σταυρώθηκε και πέθανε , χωρίς να παραλείπουν τίποτε από όσα ελκύουν το έλεος του Θεού για τον σκοπό αυτό. Αυτό είναι η λύτρωση, την οποία ο Κύριος απέστειλε με τον Ιησού στο λαό του, και αυτό είναι το μέγα έλεος, και αυτό είναι ο ιλασμός, και αυτό είναι η διάλυση του μεσότοιχου του μεγάλου φραγμού, και αυτό είναι η ανάσταση της ψυχής πριν από την κοινή ανάσταση των σωμάτων, και αυτό είναι η αφθαρσία, και αυτό είναι η αιώνια ζωή, και αυτό είναι η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, και αυτό είναι η στερέωση της οικουμένης που δεν θα κλονιστεί πλέον, κι εδώ είναι το, ο τελευταίος απ’ όλους και ο δούλος όλων, να γίνει πρώτος, κι εδώ είναι ο πτωχός τω πνεύματι, στον οποίο ανήκει η βασιλεία του Θεού, κι εδώ είναι ο καθαρός στην καρδιά, οπότε αυτός θα δει τον Θεό, κι εδώ είναι ο ειρηνοποιός ο οποίος και θα ονομαστεί υιός του Θεού.

Αυτό λοιπόν το τόσο μεγάλο και τόσο σπουδαίο αγαθό, πώς θα το αποκτήσει κάποιος σίγουρα, χωρίς να έχει καθημερινά οδηγό; Διότι λένε οι πατέρες σχετικά με το πως πρέπει ο χριστιανός να ζει, ότι δεν χρειάζεται τόσο ο λόγος, όσο το καθημερινό παράδειγμα. 

Μετά τί ακολουθεί; Αυτός που απόκτησε αυτό το αγαθό, με το να έχει υγιή και τέλειο το νου του, κατανοεί τα θαυμάσια του Θεού από το νόμο του Θεού, αφού έχει ανοίξει τα μάτια του με τη χάρη του Χριστού. Κι εάν αυτό γίνεται από τη χάρη, άρα δεν υπάρχει μισθός· αν όμως υπάρχει μισθός, δεν υπάρχει χάρη. Πού είναι λοιπόν η καύχηση; Αποκλείστηκε, σύμφωνα με τον Απόστολο. Διότι με τη χάρη δόθηκε η δυνατότητα να πολιτεύεται κατά Χριστόν κάθε πολίτης ουράνιος, που έχει το πολίτευμά του στους ουρανούς από τον Χριστό, διά του Χριστού και όχι να ζει για τον εαυτό του αλλά εν Χριστώ. Γι’ αυτό και αυτός αφού αποθέσει την εικόνα του χοϊκού, φορεί την εικόνα του επουρανίου.

Ο Υιός του Θεού αφού έγινε άνθρωπος, και όντας ο ίδιος Θεός και άνθρωπος, ως άνθρωπος μεν μεταδίδει τη δική τον αρετή και φύση στους συνανθρώπους, σ’ αυτούς δηλαδή που τον δέχθηκαν, με τον τρόπο που θα λέγαμε ότι ο Αδάμ μετέδωσε σε όλους τους απογόνους του με φυσικό τρόπο τη δική του παρεκτροπή, ώστε οι άνθρωποι του Ιησού να γίνονται επουράνιοι, όπως ακριβώς από τον Αδάμ γεννήθηκαν χοϊκοί· διότι δεν μπορούν μόνοι τους και με τις δυνάμεις τους να γίνουν αρεστοί στον Θεό, παρά μόνο εν Χριστώ. 

Ως Θεός μάλιστα μεταδίδει τη θεότητά του, σ’ αυτούς που ανορθώθηκαν και μεταμορφώθηκαν με τη δύναμη της ενανθρωπήσεώς του. 

Διότι δεν είναι δυνατόν με άλλον τρόπο να πλησιάσουμε τον άγιο και καθαρό, αν προηγουμένως δεν αγωνιστούμε και καθαριστούμε και γίνουμε αγαθοί, και θεωθούμε με αυτό τον τρόπο. 

Διότι οι πατέρες έχουν αποφανθεί ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πραγματοποιηθεί η σωτηρία, αν δεν θεωθούν οι σωζόμενοι.


(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Αλφαβητικά κεφάλαια, έκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, σ. 256-269)