Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "Ομιλία Γ΄ εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον"


Ματθ. 1, 1-16

«Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ».



1. Ευρισκόμεθα εις την τρίτην ομιλίαν της σειράς αυτής και δεν κατωρθώσαμεν ακόμη να ολοκληρώσωμεν την εξέτασιν του προοιμίου. Δεν έκαμνα επομένως σφάλμα, όταν έλεγα ότι το περιεχόμενόν του είναι από την φύσιν του πολύ βαθύ. Εμπρός λοιπόν, ας ασχοληθώμεν σήμερα με τα αμέσως επόμενα.

Τι είναι λοιπόν εκείνο, που θα εξετάσωμεν τώρα; Διατί περιλαμβάνεται εις τα γενεαλογικόν δένδρον του Χριστού ο Ιωσήφ, αφού δεν συνέβαλε καθόλου εις την γέννησιν. Εις προηγουμένην ομιλίαν ανεφέραμεν μίαν αιτίαν. Είναι όμως ανάγκη να ειπούμεν και την άλλην, που είναι περισσότερον μυστηριακή και απόρρητη. Ποία είναι λοιπόν αυτή; Δεν ήθελε να γνωρίζουν οι Ιουδαίοι κατά τον χρόνον της γεννήσεως ότι ο Χριστός εγεννήθη από Παρθένον. Αλλά ας μη σας εκπλήσσουν τα παράξενα αυτά λόγια. Διότι δεν είναι ιδικά μου, αλλά των αποστολικών Πατέρων(1), των θαυμαστών και σπουδαίων εκείνων ανδρών. Διότι, αφού εκάλυψε με πυκνήν σκιάν πολλά από την αρχήν και ωνόμαζε τον εαυτόν του Υιόν του ανθρώπου, και δεν μας απεκάλυψε καθαρά την ισότητά του καθ' όλα προς τον Πατέρα, διατί εκπλήσσεσαι επειδή εκάλυψε μέχρις ωρισμένου σημείου και τούτο, επειδή ήθελε να ρυθμίση κάτι το σπουδαίον και αξιοθαύμαστον;

Αλλά ποίον είναι, λέγει, αυτό το αξιοθαύμαστον;
Να διασωθή η Παρθένος και να απαλλαγή από κάθε ανήθικον υπόνοιαν. Διότι, εάν ήτο γνωστόν αυτό από την αρχήν εις τους Ιουδαίους, και θα εθανάτωναν με λιθοβολισμόν την Παρθένον, διαπράττοντες το κακούργημα με πρόφασιν τα λεγόμενα, και θα την κατεδίκαζαν δια μοιχείαν. Διότι, αφού ενεργούσαν με φανεράν αναισχυντίαν εις άλλας περιπτώσεις, αν και υπήρχαν πολλές φορές τα πρότυπά των εις την Παλαιάν Διαθήκην (έτσι π.χ. έλεγαν δαιμονισμένον τον Χριστόν επειδή έδιωχνε τα δαιμόνια, και τον εθεωρούσαν εχθρόν του Θεού, επειδή εθεράπευσε την ημέραν του Σαββάτου, αν και δεν ετηρήθη πολλές φορές και κατά το παρελθόν η αργία του Σαββάτου), τι δεν θα έλεγαν αν διεδίδετο αυτή η πληροφορία; Διότι είχαν σύμμαχόν των όλον τον περασμένον χρόνον, ο οποίος δεν επρόσφερε κανένα όμοιον παράδειγμα. 

Αφού, λοιπόν, και μετά από τα τόσα θαύματα, τον εθεωρούσαν ακόμη υιόν του Ιωσήφ, πώς θα επίστευαν πριν από αυτά ότι εγεννήθη από Παρθένον; Δια τούτο περιελήφθη εις το γενεαλογικόν δένδρον και εμνηστεύθη την Παρθένον ο Ιωσήφ. Αφού ο ίδιος ο Ιωσήφ, που ήτο και ευσεβής και αξιοθαύμαστος άνθρωπος εχρειάσθη πολλάς αποδείξεις δια να πιστεύση αυτό που συνέβη, όπως π.χ. να του το ειπή άγγελος και να το ιδή εις το όνειρόν του και τας μαρτυρίας των προφητών, πως ήτο δυνατόν να παραδεχθούν αυτήν την δυσκολοπίστευτον πληροφορίαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ήσαν σκληροτράχηλοι και κακής πίστεως άνθρωποι και φανατικοί εχθροί του; Διότι θα τους συνετάρασσε πολύ το παράξενον και πρωτοφανές γεγονός, που όμοιόν του ούτε καν είχεν ακουσθή ότι έγινε κατά το παρελθόν. 

Εκείνοι βεβαίως που επίστευσαν απολύτως ότι είναι υιός του Θεού, ήτο επόμενον να μη το αμφισβητούν. Εκείνοι όμως που τον εθεωρούσαν πλάνον και αρνητήν του Θεού, δεν θα ένοιωθαν μεγαλυτέραν ταραχήν ένεκα αυτής της ειδήσεως και δεν θα ωδηγούντο εις αυτήν την δυσπιστίαν; Δια τούτο εις την αρχήν δεν το λέγουν απ' ευθείας ούτε οι Απόστολοι, αλλά δια μεν την ανάστασιν λέγουν πολλές φορές πολλά, επειδή δι' αυτήν υπήρχαν πολλά παραδείγματα από το παρελθόν, αν και όχι όμοια.

Δεν λέγουν όμως συχνά ότι εγεννήθη από Παρθένου· και δεν ετόλμησε να το ειπή ούτε η ιδία η μητέρα. Πρόσεξε π.χ. τι είπεν η Παρθένος προς τον ίδιον· «Ιδού εγώ και ο πατήρ σου εζητούμέν σε»(Λουκ. 2, 48). Και αν δεν εγίνετο πιστευτόν αυτό, δεν θα εγίνετο βεβαίως πιστευτόν και ότι είναι απόγονος του Δαυίδ. Και αν δεν εγίνετο πιστευτόν και αυτό, θα επακολουθούσαν και πολλά άλλα κακά(2). Δια τούτο και οι άγγελοι δεν το είπαν εις όλους, αλλά μόνον εις την Μαρίαν και εις τον Ιωσήφ. Και όταν ανήγγειλαν εις τους ποιμένας την γέννησιν, δεν ήθελαν ακόμη να τους πληροφορήσουν και δι' αυτό.

Αλλά διατί ενώ όταν ανέφερε τον Αβραάμ και είπεν ότι εγέννησε τον Ισαάκ και ο Ισαάκ τον Ιακώβ, δεν ανέφερε και τους αδελφούς του(3), όταν έφθασεν εις τον Ιακώβ, αναφέρει τον Ιούδα και τους αδελφούς του;



2. Μερικοί, όπως είναι γνωστόν, απαντούν ότι αιτία είναι ο κακός χαρακτήρας του Ησαΰ και των άλλων, των παλαιοτέρων του. Εγώ όμως δεν θα το εδεχόμουν. Διότι, αν συνέβαινεν αυτό, πώς αναφέρει ολίγον παρακάτω κακάς γυναίκας; Η δόξα του φαίνεται εδώ από την αντίθεσιν. Όχι από τους σπουδαίους, αλλά από τους μικρούς και ασήμαντους προγόνους του. Διότι είναι μεγάλη η δόξα του σπουδαίου, αν ημπορέση να ταπεινωθή πολύ.

Διατί λοιπόν δεν τους ανέφερε; Διότι δεν είχαν καμμίαν σχέσιν με τους Ισραηλίτας(4) οι Σαρακηνοί και οι Ισμαηλίται και οι Άραβες και όσοι κατάγονται από αυτούς. Δια τούτο δεν αναφέρει εκείνους, αλλά σπεύδει να αναφέρη τους προγόνους του Χριστού και του Ιουδαϊκού λαού. Δια τούτο λέγει· «Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού». Εδώ επομένως γίνεται πλέον η διάκριαις της Ιουδαϊκής φυλής. «Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά, εκ της Θάμαρ».

Τι είναι αυτό που κάμνεις, άνθρωπε; Μας υπενθυμίζεις μίαν ιστορίαν που αναφέρεται εις παράνομον σαρκικήν σχέσιν; Και τι πειράζει, λέγει, αυτό;

Αν εκατηγορούσαμεν άνθρωπον ταπεινής καταγωγής, θα έπρεπε πράγματι να μη αναφέρωμεν αυτά. Αφού όμως ομιλούμεν δια τον Θεόν που έλαβεν άνθρωπίνην μορφήν όχι μόνον δεν πρέπει να τα αποσιωπούμεν, αλλά επιβάλλεται να τα γνωστοποιούμεν εις τους πάντας και να δείχνωμεν το ενδιαφέρον του δια εμάς και την δύναμίν του. Διότι ήλθε με τον σκοπόν, όχι να αποφύγη τας κατηγορίας μας, αλλά να τας εξαφανίση. Όπως λοιπόν τον θαυμάζομεν περισσότερον επειδή δεν απέθανεν απλώς, αλλά επειδή εσταυρώθη (αν και το γεγονός αυτό είναι ατιμωτικόν, αλλά όσον είναι ατιμωτικόν, τόσον αποδεικνύει την φιλανθρωπίαν του), το ίδιο είναι δυνατόν να ειπούμεν και δια την γέννησιν.

Είναι δίκαιον να τον θαυμάζωμεν όχι μόνον διότι εσαρκώθη και έλαβεν ανθρωπίνην μορφήν, αλλά και διότι κατεδέχθη να κάμη συγγενείς όπως εμείς, χωρίς να εντρέπεται δια τας κακίας μας. Αυτό, το ότι δεν εντρέπεται δια τας κακίας μας, το διεκήρυξε αμέσως με την γέννησιν και μας εδίδαξε με αυτό να μη σκεπάζωμεν το πρόσωπόν μας από εντροπήν δια τας κακίας των προγόνων μας, αλλά να έχωμεν ως μόνην επιδίωξιν την αρετήν. Διότι δεν είναι δυνατόν να ζημιωθή ο ενάρετος έστω και αν η μητέρα του είναι αλλόφυλη, έστω και αν είναι πόρνη, έστω και αν είναι ο,τιδήποτε άλλο. Διότι, αφού δεν είναι καθόλου προσβλητική δια τον ίδιον τον πόρνον, που μετενόησεν, η προηγουμένη ζωή του, πολύ περισσότερον δεν είναι δυνατόν να είναι προσβλητική δια τον ενάρετον η ανηθικότης των προγόνων του, επειδή η μητέρα του ήτο πόρνη και μοιχή.

Και τα έκαμεν αυτά όχι μόνον δια να διδάξη εμάς, αλλά και δια να δαμάση τον εγωισμόν των Ιουδαίων. Επειδή δηλαδή αδιαφορούσαν δια τας ψυχικάς των αρετάς και επρόβαλλαν παντού την αρετήν του Αβραάμ με την εσφαλμένην σκέψιν ότι ημπορούν να στηρίζωνται εις την αρετήν των προγόνων των, τους διδάσκει εξ αρχής ότι πρέπει να καυχώμεθα όχι δια τους προγόνους μας, αλλά δια τα ιδικά μας κατορθώματα. Εκτός από αυτό επιδιώκει και κάτι άλλο, να δείξη ότι όλοι είναι αμαρτωλοί, ακόμη και οι πρόγονοί των. Ο πατριάρχης των, από τον οποίον επήραν και το εθνικόν των όνομα, είναι γνωστόν ότι υπέπεσεν εις μεγάλην αμαρτίαν. Διότι παρουσιάζεται η Θάμαρ και τον κατηγορεί δια την πορνείαν του.

Και ο Δαυίδ επίσης απέκτησε τον Σολομώντα από γυναίκα πόρνην(5). Και αφού δεν κατώρθωσαν οι σπουδαίοι να μη παραβούν τον Μωσαϊκόν νόμον, πολύ περισσότερον δεν το κατώρθωσαν οι ασήμαντοι. Και αφού τον παρέβαιναν, ήσαν αμαρτωλοί όλοι και ήτο αναγκαία η ενανθρώπησις του Χριστού. Δια τούτο ανέφερε και τους δώδεκα πατριάρχας, δια να αμβλύνη πάλιν με αυτόν τον τρόπον τον εγωισμόν των δια την καταγωγήν των από σπουδαίους προγόνους. Διότι πολλοί από αυτούς είχαν γεννηθή από μητέρας δούλας. Αλλά η κοινωνική διαφορά των γονέων δεν έγινεν αιτία διαφοράς και των παιδιών. Διότι ήσαν όλοι εξ ίσου και πατριάρχαι και φύλαρχοι. Διότι η Εκκλησία μας υπερέχει εις αυτό. Αυτή έχει την πρωτοκαθεδρίαν δια την αξιολόγησιν της αρετής μας, επειδή έχει ως πρότυπον όσα συμβαίνουν εις τους ουρανούς. Επομένως, αν είσαι δούλος ή ελεύθερος, δεν έχεις ούτε κέρδος ούτε ζημίαν από αυτό, αλλά υπάρχει ένας όρος απαράβατος, η ψυχική διάθεσις και ο χαρακτήρας σου.



3. Εκτός από όσα είπαμεν, υπάρχει και κάτι άλλο, ένεκα του οποίου αναφέρει αυτήν την ιστορίαν. Δεν ανέφερε δηλαδή χωρίς λόγον εκτός από τον Φαρές και τον Ζαρά. Διότι, αφού αναφέρει τον Φαρές, από τον οποίον θα εγεανολογούσε τον Χριστόν, δεν εχρειάζετο και ήτο περιττόν να αναφέρη και τον Ζαρά. Διατί λοιπόν τον ανέφερε; Όταν ήλθεν η ώρα να τους γεννήση η Θάμαρ και ήρχισεν ο τοκετός, έβγαλε πρώτος το χέρι ο Ζαρά. Μόλις το είδεν η μαμή, το έδεσε με κάτι κόκκινον, δια να γνωρίζουν το πρώτον από τα παιδιά. Αλλά μόλις το έδεσεν ετράβηξε το παιδί το χέρι του και, μόλις το ετράβηξε, προηγήθη ο Φαρές και ηκολούθησεν ο Ζαρά. Όταν τα είδεν αυτά η μαμή, είπε· «Τι διεκόπη δια σε φραγμός;»(Γεν. 38, 29). Βλέπεις πόσον παράξενος είναι αυτός ο υπαινιγμός; Και ασφαλώς δεν είναι τυχαία η αναγραφή του. Δεν έχει δηλαδή σκοπόν η διήγησις να μας κάμη γνωστόν τι είπεν η μαμή. Ούτε έχει σκοπόν να μας μάθη ότι έβγαλε πρώτος το χέρι του ο δεύτερος.

Ποίον είναι λοιπόν το βαθύτερον νόημα; Την πρώτην απάντησιν εις την ερώτησιν μάς την δίδει το όνομα του παιδιού. Διότι Φαρές σημαίνει διαίρεσιν και διακοπήν. Την δευτέραν μάς την δίδει το ίδιο το περιστατικόν. Διότι δεν ήτο φυσικόν να βγάλη το χέρι του και να το αποσύρη πάλιν μόλις το έδεσαν. Η κίνησις λοιπόν αυτή δεν ωφείλετο ούτε εις λογικήν σκέψιν ούτε εις φυσικήν νομοτέλειαν. Ίσως βεβαίως να είναι φυσικόν να προπορευθή το χέρι του ενός και να γεννηθή πρώτος ο άλλος. Δεν είναι όμως σύμφωνον προς όσα συμβαίνουν κατά την γέννησιν να αποσύρη το χέρι του και να αφήση τον άλλον να περάση. Αλλά ευρίσκετο εκεί, κοντά εις τα παιδιά, η χάρις του Θεού, ερρύθμιζεν όσα εγίνοντο και σχεδόν μας εζωγράφιζε με αυτόν τον τρόπον την εικόνα των μελλόντων να συμβούν. Τι σημαίνουν λοιπόν αυτά; Μερικοί από εκείνους που εξήτασαν με προσοχήν αυτά τα πράγματα, λέγουν ότι αυτά τα παιδιά συμβολίζουν τους δύο λαούς.

Έπειτα λέγουν ότι, δεν επαρουσιάσθη το παιδί ολόκληρον, αλλά το χέρι του τεντωμένον, και το απέσυρε μετά από ολίγον, δια να μάθης ότι ακτινοβόλησε πρώτα ο δεύτερος λαός με τον τρόπον ζωής του και ηκολούθησεν ο πρώτος λαός. Εγεννήθη λοιπόν ο πρώτος αδελφός μετά την γέννησιν του δευτέρου. Αυτό συνέβη και με τους δύο λαούς. Κατά τους χρόνους δηλαδή του Αβραάμ(6) εμφανίζεται η εκκλησιαστική πολιτεία, η οποία όμως παρήκμασεν εν τω μεταξύ και παρουσιάσθη ο Ιουδαϊκός λαός και ο Μωσαϊκός νόμος και τότε έχομεν την εμφάνισιν ολοκλήρου του νέου λαού και των νόμων του. Δια τούτο είπεν η μαία· «Τι διεκόπη δια σε ο φραγμός;». Διότι ήλθεν εν τω μεταξύ ο Μωσαϊκός νόμος και έθεσε φραγμόν εις τον ασύδοτον τρόπον ζωής των Ισραηλιτών. Η αγία Γραφή ονομάζει πράγματι πολύ συχνά φραγμόν τον νόμον. Και ο προφήτης ομιλεί ως εξής· «Καθείλες τον φραγμόν αυτής και τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν»(Ψαλμ. 79, 13). Και· «φραγμόν αυτή περιέθηκα»(Ησ. 5, 2). Και ο Παύλος· «Και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας»(Εφ. 2, 14).



4. Άλλοι πάλιν λέγουν ότι, με την φράσιν»· «Τί διεκόπη δια σε φραγμός;», γίνεται υπαινιγμός δια τον νέον λαόν. Διότι αυτός είναι που ήλθε και κατήργησε τον νόμον.

Βλέπεις ότι δεν είναι ολίγοι και ασήμαντοι οι λόγοι, ένεκα των οποίων αναφέρει ολόκληρη την σχετικήν με τον Ιούδαν ιστορίαν; Δια τούτο αναφέρει την Ρουθ και την Ραάβ(7) από τας οποίας η πρώτη ήτο από άλλην φυλήν και η δευτέρα πόρνη, δια να βεβαιωθής ότι ήλθε δια να εξαλείψη όλας τας κακίας μας. Διότι ήλθε δια να διαδραματίση ρόλον ιατρού και όχι δικαστού. Όπως λοιπόν εκείνοι επήραν πόρνας δια γυναίκας των, έτσι επήρε και ο Θεός και επροστάτευσε την ανθρωπότητα, που είχε γίνει πόρνη και ανήθικη.

Μερικοί προφήται μάλιστα λέγουν ότι αυτό έγινε παλαιότερα εις την εκκλησίαν των Ισραηλιτών, την συναγωγήν. Αλλά εκείνη απεδείχθη αχάριστη προς τον προστάτην της(8). Η Εκκλησία μας αντιθέτως απηλλάγη οριστικώς από τας προγονικάς αμαρτίας και παραμένει ακλονήτως πιστή εις τον νυμφίον της. Πρόσεξε λοιπόν ότι, όσα συνέβησαν με την Ρουθ, είναι όμοια με τα ιδικά μας. Εκείνη δηλαδή ήτο αλλόφυλη και είχε καταντήσει πολύ πτωχή. Όταν την είδεν όμως ο Βοόζ, δεν έλαβεν υπ' όψιν την ανέχειάν της ούτε εθεώρησεν αποκρουστικήν την καταγωγήν της.

Έτσι ακριβώς και ο Χριστός, αν και ευρήκε την Εκκλησίαν αλλόφυλον, ειδωλολατρικήν δηλαδή, και εις ελεεινήν κατάστασιν, την έκαμε μέτοχον των μεγάλων του αγαθών. Αλλά όπως δεν θα έκαμνεν αυτόν τον επιτυχημένον γάμον η Ρουθ, αν δεν εγκατέλειπε προηγουμένως τον πατέρα της και δεν εντρόπιαζε την πατρικήν της οικογένειαν και τους ομοφύλους και την πατρίδα και τους συγγενείς της, έτσι και η Εκκλησία μας ηγαπήθη από τον νυμφίον της, επειδή εγκατέλειψε την νοοτροπίαν των προγόνων μας.

Αυτό ακριβώς της λέγει και ο προφήτης Δαυίδ απευθυνόμενος προς αυτήν. «Επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου»(Ψαλμ. 44, 11-12). Αυτό έκαμε και η Ρούθ. Δια τούτο έγινε μητέρα βασιλέων, όπως ακριβώς και η Εκκλησία μας. Διότι από την Ρούθ κατάγεται ο Δαυίδ. Επειδή λοιπόν ήθελεν ο Ματθαίος να τους φιλοτιμήση και να τους πείση να μη είναι εγωισταί, περιέλαβεν εις την γενεαλογίαν όλα αυτά τα γεγονότα και ανέφερε τας γυναίκας αυτάς. Η Ρουθ λοιπόν εγέννησεν εμμέσως τον μέγαν βασιλέα Δαυίδ, ο οποίος δεν αισθάνεται καμμίαν εντροπήν δι' αυτό.

Είναι λοιπόν σφάλμα, είναι μεγάλον σφάλμα να θεωρήται κανείς ηθικός ή ανήθικος, ασήμαντος ή σημαντικός εξ αιτίας της αρετής ή των ελαττωμάτων των προγόνων του, αλλά —ας ειπώ κάτι που θα θεωρηθή πολύ παράξενον—ακτινοβολεί περισσότερον όποιος δεν κατάγεται από λαμπρούς προγόνους, αλλά είναι ενάρετος ο ίδιος. Δια τούτο δεν πρέπει ασφαλώς να καμαρώνη κανείς δια την καταγωγήν του, αλλά, αφού λάβη υπ' όψιν του τους προγόνους του Κυρίου, ας αποβάλη κάθε εγωισμόν και ας υπερηφανεύεται δια τα ιδικά του κατορθώματα. Μάλλον όμως ας μη υπερηφανεύεται ούτε δι' αυτά. Διότι αυτή η νοοτροπία έφερε τον Φαρισαίον εις κατωτέραν θέσιν από τον τελώνην.

Αν θέλης λοιπόν να θεωρηθή μεγάλον το κατόρθωμά σου, μη υπερηφανεύεσαι δι' αυτό. Έτσι θα αποδείξης ότι είναι μεγαλύτερον. Μη νομίσης ότι έκαμες κάτι και εξήντλησες όλας σου τας δυνατότητας. Διότι, αν, όταν είμεθα αμαρτωλοί, επειδή εσυνειδητοποιήσαμεν την πραγματικήν κατάστασίν μας, γινώμεθα ενάρετοι, όπως ακριβώς την εσυνειδητοποίησε και ο τελώνης, πόσον μάλλον θα συμβή αυτό, αν είμεθα ενάρετοι και θεωρούμεν τους εαυτούς μας αμαρτωλούς; Αφού λοιπόν η ταπεινοφροσύνη μάς μεταβάλλει από αμαρτωλούς εις ενάρετους—αν και αυτό δεν είναι ασφαλώς ταπεινοφροσύνη, αλλά ευγνωμοσύνη... Αφού λοιπόν η ευγνωμοσύνη έχει τόσην επίδρασιν επί των αμαρτωλών, σκέψου πόσον ημπορεί να επιδράση η ταπεινοφροσύνη επί των εναρέτων.

Μη καταστρέψης λοιπόν τους κόπους σου, μη αχρηστεύσης τους ιδρώτας σου, μη τρέχης άδικα, αφού μετά από πάρα πολλά τρεχάματα σπαταλάς άδικα τους κόπους σου. Διότι ο Κύριος γνωρίζει καλύτερα και από εσέ τα κατορθώματά σου. Και δεν παραλείπει να αμείψη ούτε και ένα ποτήρι κρύο νερό που προσφέρεις. Αν δώσης έστω και μίαν δραχμήν, αν αναστενάζης απλώς, θα το δεχθή με πολλήν ευχαρίστησιν και θα το λάβη υπ' όψιν του και θα σε αμείψη γενναία δι' αυτό. Διατί διηγείσαι τα κατορθώματά σου και μας τα προβάλλεις κάθε στιγμήν; Δεν γνωρίζεις ότι δεν θα σε επαινέση ο Θεός αν επαινής συνεχώς τον εαυτόν σου; Όπως δεν θα παύση ασφαλώς να σε επαινή ενώπιον όλων, αν ελεεινολογής τον εαυτόν σου; Διότι δεν θέλει βεβαίως να μειώση την αξίαν των αγώνων σου. Τι λέγω ότι δεν θέλει να μειώση την αξίαν των; Είναι βέβαιον ότι κάμνει το παν και φροντίζει να σε αμείψη γενναίως και δια το παραμικρόν και επιζητεί να εύρη κάποιαν αφορμήν, δια να ημπορέσης να απαλλαγής από την αιωνίαν κόλασιν.



5. Δια τούτο σου καταβάλλει όλον το ημερομίσθιον, έστω και αν αρχίσης την εργασίαν σου εις τας πέντε το απόγευμα· «Καν μηδεμίαν έχης αφορμήν σωτηρίας», λέγει, «δι' εμέ ποιώ, όπως μη το όνομά μου βεβηλωθή»(Ιεζ. 36, 22-32). Έστω και αν αναστενάζης απλώς, έστω και αν δακρύσης, εκείνος αρπάζει αμέσως την ευκαιρίαν να σε σώση. 

Ας μη υπερηφανευώμεθα λοιπόν, αλλά ας θεωρούμεν αχρήστους τους εαυτούς μας, δια να γίνωμεν χρήσιμοι. Διότι, αν χαρακτηρίσης τον εαυτόν σου άξιον τιμής, χάνεις αμέσως τον ηθικόν χαρακτήρα σου, έστω και αν είσαι πράγματι αξιότιμος. Δια τούτο επιβάλλεται να λησμονής τα κατορθώματά σου. Ερωτάται όμως· Πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζωμεν εκείνα που γνωρίζομεν μετά βεβαιότητας; Τί είναι αυτό που λέγεις; Έχεις την ικανότητα να παραβαίνης συνεχώς τας εντολάς του Θεού και να ζης με απολαύσεις και διασκεδάσεις και ούτε καν περνά από την σκέψιν σου ότι αμαρτάνεις, διότι θέλεις να το λησμονής, και δεν ημπορείς να διώξης από την μνήμην σου τα κατορθώματά σου; Και τούτο, αν και ο φόβος(9) έχει μεγαλυτέραν δύναμιν. Εμείς όμως κάμνομεν το αντίθετον. Κάθε ημέραν παραβαίνομεν τας εντολάς του Θεού χωρίς να το σκεπτώμεθα καθόλου. Αν δώσωμεν όμως έστω και μίαν δεκάραν εις πτωχόν, το διακηρύσσομεν παντού, πράγμα το οποίον είναι ανόητον και μεγάλη ζημία δι' εκείνον που κάμνει τέτοιαν αποταμίευσιν. 

Διότι ασφαλές θησαυροφυλάκιον των κατορθωμάτων μας είναι η λήθη των κατορθωμάτων μας. Και ό,τι συμβαίνει με τα ενδύματα και τα χρυσαφικά, που, όταν τα εκθέτωμεν εις την αγοράν, προσελκύομεν την προσοχήν πολλών υποψηφίων κλεπτών, ενώ, αν τα τακτοποιήσωμεν και τα κρύψωμεν καλά εις το σπίτι, είναι βέβαιον ότι τα τοποθετούμεν εις μέρος ασφαλές, το ίδιο συμβαίνει και με τας καλάς πράξεις μας· αν τας αναφέρωμεν συνεχώς, παροργίζομεν τον Κύριον, δίδομεν όπλα εις τον εχθρόν, τον σατανάν, τον προσκαλούμεν να μας κλέψη. Αν αντιθέτως δεν τα γνωρίζη κανείς, εκτός από εκείνον που είναι ο μόνος που πρέπει να τα γνωρίζη, είναι εξησφαλισμένα.

Μη τα συζητής λοιπόν συνεχώς, δια να μη σου τα κλέψη κανείς. Διότι αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος, επειδή τα είχε συνεχώς μέσα εις τα στόμα του, από όπου και τα επήρεν ο διάβολος, αν και τα ανέφερεν ως ευχαριστήριον προσευχήν του και τα απέδιδεν εις την αγάπην τον Θεού. Αλλά δεν ήτο αρκετόν αυτό δια να τον σώση. Διότι δεν είναι ευχαριστήριος προσευχή να κατηγορής τους άλλους, να υπερηφανεύεσαι δια τα πολλά κατορθώματά σου, να εκδηλώνης αγανάκτησιν εναντίον εκείνων που ημάρτησαν. Διότι, αν θέλης να προσευχηθής και να ευχαριστήσης τον Θεόν, περιορίσου μόνον εις αυτό και μη το ανακοινώνης εις τους ανθρώπους, ούτε να κατακρίνης τον πλησίον σου. Διότι αυτό δεν είναι προσευχή ευχαριστήριος. Θέλεις να μάθης πώς είναι η ευχαριστήριος προσευχή; Άκουσε τι είπαν οι τρεις παίδες· «Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν· δίκαιος ει, Κύριε, επί πάσιν, οις εποίησας ημίν, ότι εν αληθινή κρίσει πάντα επήγαγες»(Δαν. 3, 29.27.31). Διότι ευχαριστήριος προσευχή προς τον Θεόν είναι να ομολογής προς αυτόν τας αμαρτίας σου, πράγμα το οποίον αποδεικνύει ότι έκαμες χιλιάδες αμαρτήματα και ζητείς να σου τα συγχωρήση ο Θεός. Τότε μόνον προσφέρεις ευχαριστήριον προσευχήν.

Ας αποφύγωμεν λοιπόν να περιαυτολογούμεν. Διότι η περιαυτολογία θα μας κάμη μισητούς εις τους ανθρώπους και αξίους να μας αποστρέφεται ο Θεός. Δια τούτο, όσον μεγάλα είναι τα κατορθώματά μας, τόσον ολίγα πρέπει να λέγωμεν περί αυτών. Διότι έτσι θα αποκτήσωμεν μεγάλην δόξαν και από τους ανθρώπους και από τον Θεόν. Ή μάλλον όχι μόνον δόξαν από τον Θεόν, αλλά και μεγάλην αμοιβήν και ανταπόδοσιν. Μη ζητής λοιπόν αμοιβήν, δια να λάβης αμοιβήν. Να παραδέχεσαι ότι θα σωθής με την χάριν του Θεού, δια να δεχθή και εκείνος ότι είναι οφειλέτης σου όχι μόνον ένεκα των καλών σου πράξεων, αλλά και ένεκα αυτής της ευγνωμοσύνης σου. Διότι, όταν κάμνωμεν καλάς πράξεις, ο Θεός μας αμείβει μόνον δια τας καλάς πράξεις μας. Όταν πιστεύωμεν όμως ότι δεν εκάμαμεν τίποτε το σπουδαίον, μας αμείβει και δι' αυτήν την διαγωγήν μας και μάλιστα περισσότερον δι' αυτήν παρά δια τα κατορθώματά μας. Ώστε η διαγωγή μας αυτή είναι ίσης αξίας με τα κατορθώματα. Διότι, αν δεν υπάρχη αυτή, και τα κατορθώματά μας δεν φαίνονται αξιόλογα. Διότι και εμείς, αν έχωμεν υπηρέτας, τους αγαπούμεν περισσότερον, όταν εκτελούν την υπηρεσίαν των με κάθε προθυμίαν και δεν έχουν την γνώμην ότι έκαμαν κάτι το σπουδαίον.

Αν θέλης επομένως να κάμης μεγάλα τα κατορθώματα σου, μη νομίζης ότι είναι μεγάλα και τότε θα γίνουν μεγάλα. Ο εκατόνταρχος είπεν εις τον Κύριον «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης»(Ματθ. 8, 8). Δια τούτο έγινεν άξιος της αγάπης του Χριστού και τον εθαύμαζαν περισσότερον από όλους τους Ιουδαίους. Και ο Παύλος λέγει παρόμοια· «Ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος»(Α΄ Κορ. 15, 9). Δια τούτο έγινεν ανώτερος από όλους. Και ο Ιωάννης είπεν επίσης· «Ουκ ειμί ικανός λύσαι αυτού τον ιμάντα του υποδήματος»(Μαρκ. 1, 7 και Ματθ. 3, 11). Δια τούτο τον αγαπούσεν ο Χριστός και επήρε και έθεσεν επάνω εις την κεφαλήν του το χέρι, που ο Ιωάννης έλεγεν ότι δεν αξίζει να του δέση ούτε τα υποδήματα. Και ο Πέτρος έλεγε τα ίδια· «Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι»(Λουκ. 5, 8). Δια τούτο έγινε το θεμέλιον της εκκλησίας. 

Διότι τίποτε άλλο δεν αρέσει τόσον εις τον Θεόν, όσον να συγκαταλέγη κανείς τον εαυτόν του μεταξύ των τελευταίων ανθρώπων. Αυτό αποτελεί την βάσιν κάθε ορθής σκέψεως. Διότι ο ταπεινωμένος και εξουθενωμένος άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να είναι ματαιόδοξος, να κυριεύεται από οργήν, να φθονή τον συνάνθρωπόν του, να έχη άλλα πάθη. Ούτε είναι βεβαίως δυνατόν, όσον και αν φιλονεικήσωμεν, να σηκώσωμεν το εξουθενωμένο χέρι μας. Αν εξουθενώσωμεν λοιπόν και την ψυχήν μας όπως το χέρι μας, δεν θα της είναι δυνατόν να δείξη έπαρσιν και εγωισμόν, έστω και αν την ωθούν προς την έπαρσιν χιλιάδες εγωιστικά πάθη. 

Διότι, αφού εξορίζει από την ψυχήν του όλα τα πάθη της όποιος ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψιν δια βιοτικά ζητήματα, είναι βέβαιον ότι, όποιος λυπάται βαθύτατα δια τας αμαρτίας του, θα αισθανθή πολλήν ψυχικήν γαλήνην. Θα ερωτούσε κανείς· και ποίος θα ημπορέση να καλλιεργήση τόσην ταπείνωσιν εις την ψυχήν του; Άκουσε τι είπεν ο Δαυίδ, που η ακτινοβολία του οφείλεται κυρίως εις αυτό, και πρόσεξε την ταπείνωσιν της ψυχής του. Όταν, έπειτα από άπειρα κατορθώματα, επρόκειτο να χάση και την πατρίδα και την οικογένειάν του και την ιδίαν την ζωήν του, είδεν, ενώ ευρίσκετο εις το αποκορύφωμα των συμφορών του, να εκμεταλλεύεται την δυστυχίαν του και να τον υβρίζη κάποιος αξιοκαταφρόνητος και ελεεινός στρατιώτης, και όχι μόνον δεν του ανταπέδωσε τας ύβρεις, αλλά ημπόδισε και ένα στρατηγόν, που ήθελε να τον σκοτώση, και του είπεν· «Άφετε αυτόν, ότι Κύριος ενετείλατο αυτώ»(Β΄ Βασ. 16, 11). Όταν επίσης του επρότειναν οι ιερείς να περιφέρουν μαζί την κιβωτόν της διαθήκης, δεν εδέχθη, αλλά απήντησεν· «Επί του ναού καθίσω, καν απαλλάξη με των εν χερσί δεινών ο Θεός, όψομαι την ευπρέπειαν αυτής· αν δε είπη μοι, Ού τεθέληκά σε, ιδού εγώ, ποιείτω μοι το αρεστόν ενώπιον αυτού»(Β΄ Βασ. 15, 25- 26). 

Αλλά μήπως δεν αποδεικνύη απέραντην ορθοφροσύνην εκείνο, το οποίον του συνέβη όχι μίαν και δύο, αλλά πολλές φορές επί Σαούλ; Είναι γνωστόν ότι συμπεριεφέρθη ηθικώτερα από όσον απαιτούσεν ο Μωσαϊκός νόμος και σχεδόν όπως ορίζει η Καινή Διαθήκη(10). Δια τούτο υπέμεινε καρτερικά όσα του έστειλεν ο Κύριος και δεν διεμαρτύρετο δι' όσα του συνέβαιναν, αλλά είχεν ως μοναδικήν φροντίδα να υπακούη και να εκτελή τας εντολάς του. 

Και δεν εσκέφθη να εκδηλώση ούτε την παραμικράν αντίδρασιν ακόμη και όταν, μετά από τόσα κατορθώματά του, έβλεπε να κατέχη την βασιλείαν αντ' αυτού ο τύραννος(11), ο πατροκτόνος, ο αδελφοκτόνος, ο αναιδής, ο παράφρων, αλλά έλεγεν· «Αν είναι αυτό το θέλημα του Θεού, να καταδιώκωμαι, να περιφέρωμαι εδώ και εκεί, να εξορίζωμαι εγώ και εκείνος να κάθεται εις τον θρόνον, το υπομένω χωρίς καμμίαν αντίρρησιν και τον ευγνωμονώ δια τους κατατρεγμούς του». Δεν εφέρθη όπως πολλοί θρασείς και αναιδείς, που δεν επρόσφεραν ούτε μικρόν τμήμα των υπηρεσιών που επρόσφερεν εκείνος, οι οποίοι καταστρέφουν τας ψυχάς των με τας απείρους βλασφημίας των, αν ιδούν ότι κάποιοι άλλοι κατέχουν τιμητικάς θέσεις, ενώ οι ίδιοι αντιμετωπίζουν κάποιαν δυσαρέσκειαν. Ο Δαυίδ δεν εφέρθη όπως εκείνοι, αλλά αντεμετώπιζε με καλωσύνην τα πάντα. Δια τούτο είπεν ο Θεός· «Εύρον Δαυίδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου»(Ψαλμ. 88, 21).

Aς αποκτήσωμεν και εμείς τέτοιαν ψυχήν και τότε θα υποφέρωμεν με άνεσιν ό,τι και αν πάθωμεν και θα απολαύσωμεν εις την παρούσαν ζωήν, ένεκα της διαγωγής μας αυτής την αμοιβήν μας δια την ταπεινοφροσύνην μας. Διότι λέγει ο Κύριος· «Μάθετε απ' εμού ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε άνάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»(Ματθ. 11, 29).

Ας καλλιεργήσωμεν λοιπόν μέσα εις τας ψυχάς μας με πολλήν επιμέλειαν την μητέρα όλων των αγαθών, την ταπεινοφροσύνην εννοώ, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και εδώ και εις τον άλλον κόσμον. Διότι έτσι θα ημπορέσωμεν να περάσωμεν χωρίς τρικυμίαν το πέλαγος της ζωής και να φθάσωμεν εις το ήσυχον εκείνο λιμάνι με την χάριν και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του οποίου η δόξα και η δύναμις είναι αιωνία. Αμήν.



Σχόλια
1. Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται ιστορικώς και γραμματολογικώς οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 2ου μ.Χ. αιώνος Βαρνάβας, Κλήμης ο Ρώμης, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος, ο Ερμάς και ο Παπίας. Έζησαν και έδρασαν ευθύς μετά τους Αποστόλους, ήτοι κατά τα τέλη του πρώτου αιώνος και το πρώτον ήμισυ του δευτέρου.
2. Όπως π.χ. εκείνο, το οποίον αναφέρει ο Ευαγγελιστής· «Άλλοι έλεγον μη γάρ έκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; Ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυίδ ο Χριστός έρχεται; (Ιω. 7, 42).
3. Αδελφοί του Αβραάμ ήσαν ο Ναχώρ και ο Αρρών, του δε Ιακώβ ο κατωτέρω αναφερόμενος Ησαΰ.
4. Ισραήλ είναι το δεύτερον όνομα του Ιακώβ, εξ αυτού ωνομάσθησαν Ισραηλίται οι απόγονοί του. Ισμαηλίται είναι οι απόγονοι του Ισμαήλ, νόθου υιού του Αβραάμ και της Αιγυπτίας δούλης του Άγαρ (βλ. Γεν. 17, 15-27). Αργότερον ωνομάσθησαν Άραβες και κατά τους μέσους χρόνους Σαρακηνοί.
5. Την Βηθσαβεέ
6. Ο Αβραάμ τοποθετείται ιστορικώς μεταξύ του 23ου και 20ου αι. π.Χ. Ο Μωϋσης τον 13ον αι. π.Χ.
7. Η Ρουθ ήτο Μωαβίτις. Η υπ' αυτής παροχή βοηθείας εις Ισραηλίτας κατασκόπους εθεωρήθη ως αναγνώρισις και υποταγή των ειδωλολατρών εις το θέλημα του ενός και αληθούς Θεού των Ισραηλιτών.
8. Κατά την Βαβυλώνειον αιχμαλωσίαν ο Ναβουχοδονόσορ παρεχώρησεν εις τους Ιουδαίους κάποιαν αυτοδιοίκησιν. Δεν είχον όμως Ναόν. Δια τούτο συνεκεντρώνοντο εις ωρισμένα οικήματα, τα οποία ωνομάζοντο Συναγωγαί. Συνεχίσθησαν δε αι συγκεντρώσεις αυταί και μετά την επάνοδον των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ.
9. Επομένως πρέπει να φοβούμεθα περισσότερον δια τας αμαρτίας μας, να ενθυμούμεθα περισσότερον και να εκτελούμεν τας εντολάς του Θεού.
10. Βλ. Α' Βασιλείων, 26,7 και εξής. Ο Σαούλ κατεδίωκε με στρατιωτικήν δύναμιν τον Δαυίδ, δια να τον φονεύση. Κάποτε ο Δαυίδ εύρε κατάκοπον τον Σαούλ να κοιμάται ύπνον βαθύν. Ενώ είχεν εις τας χείρας του τον διώκτην του, όχι μόνον δεν τον εφόνευσεν, αλλά ούτε τον ύπνον του ηνώχλησεν.
11. Εννοεί τον Σαούλ. βλ. Βασιλειών 16, 14 και εξής.