Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον



(Ζωντανή ηχογράφηση στον Ι.Ν. Παντανάσσης Κατερίνης
την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014)

Ψαλμὸς ΡΒ΄ (102)

Ἦχος πλ. α΄.

Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε.

Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.

Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον, καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ.

Τὸν εὐϊλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου.

Τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς.

Τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου· ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.

Ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος, καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις.

Ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωϋσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ.

Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος· οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ.

Οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν.

Ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς, ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν. 

Καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ’ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν.

Καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν, ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν.

Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει.

Ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει, καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ.

Τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν.

Καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν, τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ, καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς.

Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει.

Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ Ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ, ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ.

Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ, οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ.

Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ, εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.

Δόξα Πατρί καὶ Υἱῷ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Καὶ νῦν...

Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.

 Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε.

Λαϊκοί ασκητές στο Άγιον Όρος

Ο γέρο-Ιωακείμ, από την Βατοπεδινή Καλύβη της Αναλήψεως πλησίον των Καρυών, ήταν από τους παλαιότερους Αγιορείτες. Πλησίασε τα 100 και έζησε πάνω από 70 χρόνια στο Άγιον Όρος. 

Διηγήθηκε ότι όταν ήταν νέος μοναχός, εγνώρισε ένα λαϊκό ασκητή, που ασκήτευε απέναντι από την αρχαία Μονή του Αλυπίου, σε μία σπηλιά, κοντά στο λεγόμενο Κελλί του Πατριάρχου.

Η σπηλιά ήταν σχηματισμένη από μια πέτρα που προεξείχε σαν οροφή και στην άκρη της προεξοχής είχε κτισμένο ένα τοιχάκι από ξηρολιθιά. Όσες φορές τον επεσκέπτετο, μόνον η θέα του προξενούσε μεγάλη κατάνυξη.

Ο λαϊκός αυτός ασκητής ήταν σπουδαίος αγωνιστής. Έτρωγε κάθε δέκα μέρες και αγωνιζόταν να μιμηθή τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, τον όποιο είχε σε μεγάλη ευλάβεια. 

Μέσα στο σπήλαιο είχε μόνο ένα Σταυρό, δυό μικρές εικόνες και δυό δίποδα, πάνω στα όποια είχε βάλει ο ασκητής δυό σανίδες∙ έτσι είχε κάνει το ασκητικό του κρεββάτι.

Παλαιά στην Ι. Μονή Φιλόθεου έζησε ένας λαϊκός εργάτης που το όνομα του δεν διασώθηκε. Αφού εκοιμήθη και τον έθαψαν, μετά από χρόνια του έκαναν ανακομιδή και τα οστά του ευωδίαζαν.

Εξεπλάγησαν, απορούσαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν για ποιό λόγο ο Θεός τίμησε με ευωδία τα οστά του λαϊκού. Εκείνο που διαπίστωσαν ήταν ότι κανείς δεν είχε το παραμικρό παράπονο απ’ αυτόν. Ποτέ κανέναν δεν είχε κατακρίνει και στενοχωρήσει. Ήταν ευλαβής, φιλήσυχος και είχε κρυφή εσωτερική εργασία. Στο διάλειμμα που έκαναν οι άλλοι εργάτες για να ξεκουρασθούν, αυτός πήγαινε λίγο απόμερα και καθόταν κάτω από μια ελιά, διάβαζε το Ευαγγέλιο και έκλαιγε.




(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», και την ενότητα: «Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά». 
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008)

Αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα



Γνωρίζω, βέβαια, πόσο φοβερή και δυσβάσταχτη είναι η χλεύη, η κοροϊδία, η συκοφαντία, η κάθε λογής κακολογία. Όταν, μάλιστα, μας κατηγορεί και μας βρίζει άνθρωπος που τον έχουμε ευεργετήσει, τότε η προσβολή γίνεται ανυπόφορη τότε, αν μας λείπουν η ταπείνωση και η μακροθυμία, μπορεί να πνιγούμε από τη λύπη και την οδύνη.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ας μη νοιαζόμαστε για το αν μας κατηγορούν κάποιοι, αλλά για το αν μας κατηγορούν δικαιολογημένα.

Αν, λοιπόν, δικαιολογημένα μας κατηγορούν, πρέπει να κλαίμε και να μετανοούμε. 

Αν, πάλι, μας κατηγορούν άδικα, πρέπει εκείνους να κλαίμε και τους εαυτούς μας να μακαρίζουμε, φέροντας στο νου μας τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι είστε όταν σας χλευάσουν και σας καταδιώξουν και σας κακολογήσουν με κάθε ψεύτικη κατηγορία» (Ματθ. 5:11).

Όχι λύπη και αθυμία, αλλά χαρά και αγαλλίαση ας αισθανόμαστε τότε, γιατί η ανταμοιβή μας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη.



Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Ας μην αφήνουμε τη λύπη, να μας κυριεύει τόσο...

Όταν το στομάχι μας είναι γερό, όσο δύσπεπτο φαγητό κι αν τρώμε, το χωνεύουμε ομαλά, δίχως να ταλαιπωρούμαστε από βαρυστομαχιά, ξυνίλες ή καούρες. Όταν, όμως, το στομάχι μας έχει κάποια βλάβη, και την πιο εύπεπτη τροφή αν του προσφέρουμε, τη δέχεται με δυσκολία, σαν να είναι η πιο βαρειά.

Τί εννοώ με όλα αυτά; Ότι η ψυχή που υποφέρει από λύπη και αθυμία, δεν μπορεί ούτε απ' όσα της λες να ωφεληθεί ούτε κάτι ωφέλιμο να πει. 

Όπως ένα πυκνό σύννεφο, που σκεπάζει τον ήλιο, εμποδίζει τις ακτίνες του να φθάσουν στη γη, έτσι και η λύπη, που σαν άλλο σύννεφο σκεπάζει την ψυχή, δεν αφήνει τις ακτίνες της λογικής να την φωτίσουν. Γι' αυτό ο υπερβολικά λυπημένος άνθρωπος συνήθως είτε παραλογίζεται είτε βυθίζεται σε σιωπή. Μα και οι άλλοι, που τον βλέπουν, προτιμούν κι αυτοί να σωπάσουν. 

Θυμάστε τους τρεις φίλους του Ιώβ; Όταν τον αντίκρισαν γεμάτο πληγές και καθισμένο πάνω στην κοπριά, ξέσπασαν σε κλάματα και ξέσκισαν τα ρούχα τους. Έπειτα έμειναν μαζί του εφτά μερόνυχτα, αλλά, βλέποντας πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του, κανένας τους δεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Γνώριζαν καλά, βλέπεις, ότι, γι' αυτούς που υποφέρουν, τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από την ησυχία και την σιωπή (Ιώβ 2:11-13).

Ας μην αφήνουμε την λύπη, πάντως, να μας κυριεύει τόσο, ώστε να μας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες είτε σε αδιάκριτη εσωστρέφεια. Μας βρήκε ένας πειρασμός, μια δοκιμασία, μια συμφορά; Ο Θεός, που παραχώρησε τον πειρασμό, γνωρίζει και πότε πρέπει να λήξει. 

Αυτός, ως παντοδύναμος, μπορεί να μας απαλλάξει από κάθε κακό, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, προπαντός όταν μετανοήσουμε για τις αμαρτίες μας και επιστρέψουμε κοντά Του.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ἡ ἀπιστία τῶν παιδιῶν ὀφείλεται στοὺς γονεῖς;


Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Ἀρχιμανδρίτης)



- Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη ἐξ αἰτίας τῶν γονέων
;

- Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά;

[...]Ἐπειδὴ οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς μας ἔχασαν τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ συνείδηση, ἄρχισαν νὰ γεννοῦν προπαντὸς κατὰ σάρκα. Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀδυνατοῦν νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ. 

Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στὶς ἡμέρες μας ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι βυθίστηκαν στὴν ἀπόγνωση καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν Ἀνάσταση. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τελειωτικὸς θάνατος, ὡς ἐκμηδένιση, ἐνῶ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς στιγμὴ ἀλλαγῆς τῆς μορφῆς τῆς ὑπάρξεώς μας ὡς ἡμέρα γεννήσεώς μας στὴν ἀνώτερη ζωή, σὲ ὁλόκληρο πλέον τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ ἀνήκει στὸ Θεό.

Ἀλήθεια, τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον ὁ δὲ ἀπειθὼν τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωὴν» (Ἰωάν. 3,36). 

«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι… ὁ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5,24). 

«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 8,51).

Παρόμοιες λοιπὸν ἐκφράσεις μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε πολλές. Συχνὰ ἀκούω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: 

Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά;

Γιατί ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἔχασε τὴν ἱκανότητα νὰ πιστεύει; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ νέα ἀπιστία συνέπεια τῆς εὐρύτερης μορφώσεως, ὅταν αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφὴ γίνεται μύθος, ἀπραγματοποίητο ὄνειρο;

Ἡ πίστη, ἡ ἱκανότητα γιὰ τὴν πίστη, δὲν ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὸν βαθμὸ μορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία διαδίδεται ἡ μόρφωση, ἡ πίστη ἐλαττώνεται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε οὐσιαστικὰ νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο ὅσο δηλαδὴ πλατύτερες γίνονται οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο περισσότερες ἀφορμὲς ἔχει γιὰ νὰ ἀναγνωρίζει τὴ μεγάλη σοφία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Σὲ τί λοιπὸν συνίσταται ἡ ρίζα τῆς ἀπιστίας;

Πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἔργο τῶν γονέων, τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων. Ἂν οἱ γονεῖς φέρονται πρὸς τὴν πράξη τῆς γεννήσεως τοῦ νέου ἄνθρωπου μὲ σοβαρότητα, μὲ τὴ συνείδηση ὅτι τὸ γεννώμενο βρέφος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ «υἱὸς ἀνθρώπου» κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε προετοιμάζονται γιὰ τὴν πράξη αὐτὴ ὄχι ὅπως συνήθως γίνεται αὐτό. 

Νὰ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ προσεύχονταν γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ τοὺς χαρισθεῖ τέκνο… Καὶ τί συνέβη λοιπόν; 

«Ὤφθη δὲ αὐτῷ (τῷ Ζαχαρίᾳ) ἄγγελος Κυρίου ἐστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην καὶ ἔσται χαρὰ σοι καὶ ἀγγαλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. Ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου… καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν» (Λουκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στὴ συνέχεια ὅτι ὁ Ἰωάννης, εὑρισκόμενος ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἀναγνώρισε τὴν ἐπίσκεψη τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἡ χαρὰ του μεταδόθηκε στὴ μητέρα του. Τότε ἐκείνη γέμισε μὲ προφητικὸ πνεῦμα. Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα.

Ἔτσι καὶ τώρα ἂν οἱ πατέρες καὶ οἱ μητέρες θὰ γεννοῦν παιδιὰ συναισθανόμενοι τὴν ἄκρα σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τότε τὰ παιδιά τους θὰ γεμίζουν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο, ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, τὸν Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, ὡς πρὸς τὸν Πατέρα τους, θὰ γίνει γι’ αὐτὰ φυσική, καὶ καμία ἐπιστήμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ κλονίσει τὴν πίστη αὐτή, γιατί «τὸ γεννώμενον ἐκ Πνεύματος πνεῦμα ἐστίν». 

Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐγγύτητά του σὲ μᾶς εἶναι γιὰ μία τέτοια ψυχὴ ὀφθαλμοφανὲς γεγονός. Καὶ ἡ ἀπιστία τῶν πολυμαθῶν ἢ τῶν ἀμαθῶν στὰ μάτια τῶν τέκνων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν γεννήθηκαν ἀκόμη Ἄνωθεν, καὶ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, διότι εἶναι ἐξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι ἀπὸ σάρκα.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἀποτελεῖ πραγματικὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν προορισμό της, εἶναι τὸ πῶς νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἀληθινὰ τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ αἰωνίου Πατρὸς πῶς νὰ δείξει στὸν κόσμο τὴ δυνατότητα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, ὅμοιας πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἢ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἁγίων. 

Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ φέρει στὸν κόσμο ὄχι μόνο τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα γι’ αὐτήν. Τότε περιττεύει ἡ ἀπαίτηση γιὰ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἠθικιστικὲς διδασκαλίες.

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Δοξαστικό Εωθινό Ε'


(Ζωντανή ηχογράφηση στον Ι.Ν. Παντανάσσης Κατερίνης
σήμερα Κυριακή Α΄ Λουκά, 28 Σεπτεμβρίου 2014)


Δόξα Πατρὶ…

ΕΩΘΙΝΟΝ Ε’ Ἦχος πλ. α’

Ὢ τῶν σοφῶν σου κριμάτων Χριστέ! πῶς Πέτρῳ μὲν τοῖς ὀθονίοις μόνοις, ἔδωκας ἐννοῆσαί σου τὴν Ἀνάστασιν, Λουκᾷ δὲ καὶ Κλεόπᾳ, συμπορευόμενος ὡμίλεις, καὶ ὁμιλῶν, οὐκ εὐθέως σεαυτὸν φανεροῖς; Διὸ καὶ ὀνειδίζῃ, ὡς μόνος παροικῶν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ μὴ μετέχων τῶν, ἐν τέλει βουλευμάτων αὐτῆς. Ἀλλ’ ὁ πάντα πρός τὸ τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομῶν, καὶ τὰς περὶ σοῦ προφητείας ἀνέπτυξας, καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν τὸν ἄρτον, ἐγνώσθης αὐτοῖς, ὧν καὶ πρὸ τούτου αἱ καρδίαι, πρὸς γνῶσίν σου ἀνεφλέγοντο, οἳ καὶ τοῖς μαθηταῖς συνῃθροισμένοις, ἤδη τρανῶς ἐκήρυττόν σου τὴν Ἀνάστασιν, δι’ ἧς ἐλέησον ἡμᾶς.

Εβδομαδιαίο Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών


Κυριακάτικο Κήρυγμα

Κυριακή Α΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ε΄ 1-11)



Στὸ ἀγαπημένο Του χῶρο, τὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, βρίσκουμε τὸν Χριστὸ νὰ διδάσκει τὸ λαὸ καὶ νὰ ἐξαγγέλει τὸ Εὐαγγέλιό Του. Καὶ ὅταν τελειώνει τὴ διδαχή, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, δίνει τὴν ἐντολὴ νὰ ρίξει τὸ δίχτυ, γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ αὐτὰ διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του, ποὺ σήμερα διαβάστηκε στὴν Κυριακάτικη θεία Λειτουργία.

Στὴν συνέχεια, καθὼς ἐξελίσσεται ἡ διήγηση, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐκφράζει τὴ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος μετὰ καὶ τὴν ὁλονύκτια ἀποτυχία τους. Μὰ τελικὰ ὑπακούει στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ λέγοντας, «ἀφοῦ ὅμως τὸ διατάζεις, μὲ τέλεια πεποίθηση καὶ ὑπακοή, θὰ ρίξω τὸ δίκτυο πάλι στὴ λίμνη».

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πλούσιο, γιατὶ ἦταν εὐλογημένο. Τόσα πολλὰ ψάρια δὲν εἶχαν ποτὲ ψαρέψει, μήτε εἶχαν δεῖ. Τώρα τὸ δίχτυ κοντεύει νὰ σπάσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν. Γι᾿ αὐτὸ προσκάλεσαν καὶ τοὺς ἄλλους ψαράδες ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοιάριο νἄρθουν νὰ βοηθήσουν. Ἐπειδὴ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρνει τὸν πλοῦτο εἶναι τέτοια, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ψαρὰς ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ, γνωρίζει πὼς μιὰ τέτοια ἐπιτυχία στὸ ψάρεμα οὐδέποτε εἶχε συμβεῖ. Ἄρα λοιπὸν ὁ πλοῦτος αὐτῶν τῶν ψαριῶν ὀφειλόταν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ λόγο Του πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος αἰσθάνθηκε τὴ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου καὶ ἐπέδειξε ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπακοὴ σ᾿ Αὐτόν. Τὸ πλῆθος δὲ τῶν ψαριῶν ἦταν ἡ ἀμοιβὴ στὴν ὑπακοή τους, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Γιατί ὅποιος ἐλπίζει καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἀκουμπώντας μὲ σιγουριὰ ἐπάνω Του, ποτὲ δὲν ντροπιάζεται, μήτε φεύγει ἀπογοητευμένος. Καὶ τελικὰ δὲν βγαίνει χαμένος, ἐκεῖνος ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν Χριστό.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, βρισκόμενος μπροστὰ στὸ θαῦμα τοῦ πλήθους τῶν ψαριῶν, αἰσθάνεται τὴν μικρότητα καὶ ἁμαρτωλότητά του καὶ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ πλοιάριο.

«Ὅταν δὲ εἶδε ὁ Σίμων Πέτρος τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε κάτω στὰ γόνατα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε· Ἔβγα ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ φύγε ἀπὸ ἐμένα Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ εἶμαι ἀνάξιος νὰ Σὲ δεχθῶ στὸ πλοῖο μου». Πόσο ταιριάζουν τὰ λόγια τοῦ πολυπαθοῦς Ἰὼβ ποὺ μιλώντας στὸ Θεὸ αἰσθάνεται τὴ μηδαμινότητά του καὶ τὴν ἐκφράζει μὲ ἐτοῦτα τὰ λόγια: «Μέχρι τώρα μόνο μὲ τὰ αὐτιά μου ἄκουγα γιὰ Σένα, τώρα ὅμως Σὲ εἶδαν τὰ μάτια μου. Γι᾿ αὐτὸ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτόν μου, ἔλειωσα ἀπὸ ψυχικὴ συντριβὴ, αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη».

Συνεπῶς ἡ παρουσία καὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καθίσταται ἀποκαλυπτικὸς γιὰ τὴν γνωριμία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι ἄλλωστε αἰσθάνθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Τὸ φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ «ἀντανακλᾶ συγχρόνως καὶ στὴν καρδιά του καὶ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του, ὅσο οὐδέποτε ἄλλοτε τὸν ἔχει γνωρίσει».

Θὰ συνεχίσει φυσικὰ τὴν ἐργασία του ὁ Πέτρος, ἀλλὰ μιὰ ἐργασία ὄχι μόνο μὲ τὰ χέρια. Τώρα περισσότερο θὰ ἐργαζέται μὲ τὴν καρδιά. Δηλαδὴ «ἐργασία ὄχι μόνο ἐξωτερική, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερική». Ἐργασία βιοποριστικὴ γιὰ τὴν καθημερινὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ ἐργασία πνευματικῆς ἀναγέννησης.

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς θέλει ὄχι μόνο νὰ μᾶς παρέχει πλούσια τὰ δῶρα Του γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες μας ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου Του νὰ παρέχει πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς.

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνοντας τὰ πλούσια δῶρα Του, τρέφεται καὶ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Καὶ μεταλαμβάνοντας τῆς γλυκύτητος τῶν λόγων Του, αἰσθάνεται τὴν ἐνδόμυχη ἀνάγκη νὰ Τὸν εὐχαριστήσει καὶ νὰ δοξολογήσει καθημερινῶς τὸ μεγάλο ὄνομά Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα ἐκεῖ ποὺ βρίσκουμε ἀδιέξοδα, ἀδυναμίες καὶ ἀποτυχίες, αἴφνης μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἢ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, τὰ πάντα νὰ ἀνατρέπονται. Καὶ ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ὑπῆρχεν ἀδιέξοδο, τώρα νὰ ἀνοίγονται δρόμοι μὲ λύσεις. Ἐκεῖ ποὺ δείχναμε ἀδυναμίες γιὰ ἕνα ἔργο, τώρα νὰ βρίσκουμε δυνάμεις καὶ κουράγιο, γιὰ νὰ προχωρήσουμε. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς ἀποτυχαίνουμε καὶ ἀπογοητεύομαστε, νὰ γεμίζουμε τὶς ὑπάρξεις μας μὲ ἐλπίδα καὶ σιγουριὰ πὼς θὰ πετύχουμε.

Ὅλ᾿ αὐτὰ ἢ κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ, τὰ ἔχουμε ζήσει, τὰ ἔχουμε ἀντιμετωπίσει. Νὰ λοιπὸν πὼς δὲν εἴμαστε μόνοι· δὲν βαδίζουμε ξεχασμένοι. Γιατί δίπλα μας συμπαραστέκεται μὲ διάκριση ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζητήσουμε τὴ δική Του ἀρωγὴ καὶ ν᾿ ἀφήσουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ διαβεῖ καὶ νὰ ἀναδομήσει τὶς ὑπάρξεις μας.


Ἀρχιμ. Ν.Π.
imml.gr

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Φωτογραφίες από τη σημερινή μέρα του Κατηχητικού Σχολείου του Ι.Ν. Παντανάσσης



Το προηγούμενο Σάββατο έγινε ο Αγιασμός του Κατηχητικού μας Σχολείου. 

Σήμερα, με αφορμή την έναρξη των μαθημάτων του Κατηχητικού, κεράστηκαν όλα τα παιδιά σάντουιτς με λουκάνικο (όπως συνηθίζεται κάθε χρόνο).












† Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014 (Α΄ Λουκά)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. ε΄ : 1-11

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας, ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος, καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων, εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες, οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ, τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν τοῦ ᾿Ιησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε. Θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ, ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον· ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα, ἠκολούθησαν αὐτῷ.



Απόστολος,

Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. στ΄ : 1-10

δελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς - λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» - μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.


Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ E΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν 
Κεφ. κδ΄ : 12-35

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν, θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ, δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας, συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο· καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα· Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας· Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Οι ερωτήσεις του αββά Αβραάμ





















Από το Γεροντικό


Κάποιος ασκητής απέκτησε την φήμη ότι επί πενήντα χρόνια έζησε με αυστηρή νηστεία, αποφεύγοντας και αυτό το ψωμί και το κρασί. Έλεγε μάλιστα και ο ίδιος:

-Θανάτωσα την φιληδονία, την φιλαργυρία και την φιλοδοξία.

Όταν το άκουσε ο αββάς Αβραάμ, πήγε και τον συνάντησε.

-Εσύ είπες αυτά τα λόγια; Τον ρώτησε

- Ναι, απήντησε εκείνος.

-Δεν μου λες, εάν μπεις στο κελλί σου και βρεις μια γυναίκα, μπορείς να μείνεις τελείως αδιάφορος για το φύλο της.

-Όχι, αλλά θα αγωνισθώ να μην την αγγίξω.

-Άρα, συμπέρανε ο αββάς Αβραάμ, δεν θανάτωσες το πάθος της φιληδονίας. Το νίκησες μόνο και το έχεις δεμένο… 

Εάν τώρα, καθώς περπατάς δεις όστρακα, πέτρες και ανάμεσα χρυσάφι, μπορείς να μείνεις αδιάφορος γι’ αυτό και να το θεωρήσεις σαν τα όστρακα και τις πέτρες;

- Όχι, αλλά θα αγωνισθώ να μην το πάρω.

-Άρα, συμπέρανε πάλι ο αββάς Αβραάμ, δεν θανάτωσες το πάθος της φιλαργυρίας. Το νίκησες μόνο και το έχεις δεμένο… 

Εάν τώρα μάθεις ότι έρχονται να σε επισκεφθούν δύο αδελφοί, και γνωρίζεις ότι ο ένας σε επαινεί, ενώ ο άλλος σε κακολογεί, θα τους δεχθείς με την ίδια διάθεση;

-Όχι, αλλά θα αγωνισθώ ν’ αναπαύσω και εκείνον που με κακολογεί, όπως και εκείνον που με επαινεί.

-Άρα, ούτε το πάθος της φιλοδοξίας έχεις θανατώσει. Τα πάθη λοιπόν δεσμεύονται, πλην όμως δεν θανατώνονται.

Οπωσδήποτε θα υπάρξη κρίσις και ανταπόδοσις


Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι όλα τα σχετικά με εμάς σταματούν σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ας πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε θα υπάρξη κρίσις και ανταπόδοσις για όλα αυτά που κάνουμε εδώ. 

Διότι αυτό είναι τόσο σαφές και ολοφάνερο σε όλους, ώστε και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες και οι αιρετικοί και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχουν την ίδια γνώμη γι’ αυτό το θέμα. 

Αν και δεν πιστεύουν δηλαδή όλοι στην ανάστασι όπως θα έπρεπε, αλλά όμως για την κρίσι και την κόλασι και για τα εκεί δικαστήρια όλοι συμφωνούν, ότι υπάρχει κάποια ανταπόδοσις εκεί για όσα γίνονται εδώ. 

Διότι, εάν αυτό δεν συνέβαινε, για ποιόν λόγο άπλωσε τόσο μεγάλο ουρανό, έστρωσε κάτω την γη, άπλωσε την θάλασσα, άφησε να χυθή παντού ο αέρας, έδειξε τόσο μεγάλη πρόνοια, εάν δεν επρόκειτο να μας φροντίση μέχρι τέλους.

Δεν βλέπεις πόσοι που έζησαν στην αρετή, αν και έπαθαν μύρια δεινά, έφυγαν χωρίς να απολαύσουν κανένα αγαθό; Και άλλοι πάλι, αν και έδειξαν μεγάλη κακία, άρπαξαν τις περιουσίες των άλλων, ξεγύμνωσαν χήρες και ορφανά και τα καταπίεσαν, αφού απόλαυσαν τον πλούτο και την τρυφή και τα μύρια αγαθά, έφυγαν χωρίς να πάθουν ούτε το παραμικρό κακό; Πότε λοιπόν ή εκείνοι οι πρώτοι θα απολαύσουν τις αμοιβές της αρετής ή αυτοί θα πληρώσουν για την κακία τους, εάν στο τέλος αυτής της ζωής σταματούν τα δικά μας πράγματα;

Διότι, το ότι εάν υπάρχη Θεός, όπως βέβαια και υπάρχει, είναι δίκαιος, ο καθένας θα μπορούσε να το πη∙ και ότι, εάν είναι δίκαιος, και αυτούς και εκείνους θα τους ανταποδώση αυτά που τους αξίζουν, και αυτό από όλους έχει ομολογηθή. 

Αλλά, εάν πρόκειται και εκείνους και αυτούς να τους ανταποδώση κατά την αξία τους και εδώ κανείς από αυτούς δεν έλαβε την αμοιβή, ούτε εκείνος της κακίας την τιμωρία, ούτε αυτός της αρετής τις αμοιβές, είναι ολοφάνερο ότι υπολείπεται κάποιος καιρός, κατά τον οποίο και οι δύο θα έχουν την ανταπόδοσι που τους αρμόζει.


( Εις τον πτωχόν Λάζαρον Δ΄, ΕΠΕ 25, 530-532, PG 48, 10-11 )

Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Θ΄
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ, Υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ «ΑΓΙΟΣ ΣΥΡΙΔΩΝ Α΄»
ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Μετάνοια - Πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!


Η συγκλονιστική ιστορία ενός μαύρου ληστού, ο οποίος μετανόησε και μυρόβλυσε

Σε παλιότερα χρόνια ζούσε ένας μαύρος ληστής. Ηταν πανύψηλος άνδρας με φοβερό παρουσιαστικό. Λήστευε στα μέρη της Παννέφου (της Αιγύπτου) κι ήταν τόσο τρομερός, ώστε όταν μούγγριζε, πέθαινες από τον φόβο σου.

Μια νύκτα όμως είδε ένα τρομακτικό όνειρο…
Ήταν, λέει, μια απέραντη πεδιάδα κι αυτός στεκόταν στην μέση. Σε μια στιγμή στρέφει το βλέμμα του και βλέπει ένα πύρινο ποταμό, που κυλούσε με πολύ θόρυβο, κι έτρωγε στο διάβα του ακόμη και το χώμα και τις πέτρες. Έκανε λίγα βήματα πιο κοντά για να δη. Μόλις όμως πλησίασε, βγήκαν τέσσερις φλόγες, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και τον τραβούσαν να τον ρίξουν μέσα στο φλεγόμενο ποτάμι, για να τόν κατακάψουν. 

Του φάνηκε τότε ότι την ώρα που τον έσερναν, ένα πνεύμα του είπε:

« Άθλιε, αν μετανοούσες και γινόσουν Μοναχός δεν θα μπορούσαμε να σε καταποντίσουμε εδώ μέσα».

Ξύπνησε κατατρομαγμένος.
Τον είχε καταλάβει ίλιγγος και φρίκη απ τὸ φοβερό θέαμα. Τι να σημαίνει;…αναρωτιόταν. Και καθώς δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση, αποφάσισε να πάει σ ένα αναχωρητή Μοναχό και να τον ρωτήσει τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός, που oνειρεύτηκε.

Παρευθύς πέταξε τα ληστρικά του σύνεργα και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στην Πάννεφο. Βάδισε κάμποσο και σε λίγο, ρίχνοντας γύρω του μια ματιά, βλέπει ένα αναχωρητικό κελλί. Πλησίασε και κτύπησε την πόρτα.

Ενας Γέροντας του άνοιξε αμέσως.
-«Καλώς ήρθες, λεβέντη! Πως και μπήκες σ αυτὸ τον κόπο; Μήπως σε θορύβησε ο πύρινος ποταμός και οι τέσσερις φλόγες που σε άρπαξαν να σε ρίξουν μέσα; Τι φοβερή που είναι, παιδάκι μου, η απειλή εκείνου του ποταμού! Θέλεις να γλιτώσεις από τη φρίκη του; Μετανόησε για τα ληστρικά σου κακουργήματα και γίνε Μοναχός. Τότε θα σωθείς».

Ο ληστής άκουσε εμβρόντητος τα λόγια του ασκητή. Πέφτει αμέσως στα πόδια του:

-«Λυπήσου με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο στο σώμα και στην ψυχή», παρακάλεσε, «ελέησέ με τον άθλιο και κάνε με ο,τι σε προστάξει ο Θεός».

Με δάκρυα εξακολουθούσε να τον ικετεύει, ώσπου ο άγιος εκείνος Γέροντας τον έκειρε Μοναχό. Και αφού τον δίδαξε όλα τα καθήκοντα της μοναχικής ζωής, του άφησε το κελί του κι εκείνος αποσύρθηκε πιο βαθιά στην έρημο, για να ζήση ανάμεσα στα θηρία…

Εκείνος λοιπόν ο μαύρος με την πολλή άσκηση έφτασε σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε την ώρα που προσευχόταν έμοιαζε ολόκληρος σαν πύρινος στύλος που λαμποκοπούσε. Χιλιάδες, αμέτρητοι δαίμονες ρίχνονταν εναντίον του, αλλ' αὐτὸς τους περιφρονούσε όλους. Η προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα.

Η σοφία του Θεού είχε καταυγάσει τον νου του. Εγραφε βιβλία κι έστελνε επιστολές στους Πατέρες της Σκήτης και σε πολλούς άλλους.

Όλους τους ωφελούσε διδάσκοντάς τους ανόθευτη και ξάστερη τήν αλήθεια του Χριστού. Και όταν ο μαύρος αυτός πέθανε, το άγιο λείψανό του ανέβλυσε πολύ μύρο, που, καθώς βεβαιώνουν όλοι στα μέρη εκείνα, θεράπευε τους δαιμονισμένους και όλους τους αρρώστους.



Βλ. Πέτρου Ιερομονάχου, Ενας Ασκητὴς Επίσκοπος – Αγιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, 
έκδοσις θʹ, σελ. 72-73, Εκδοσις Ιερᾶς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπὸς Αττικής 1987.

Θλίψεις...μην αποκάμεις, μην ολιγοψυχείς, μην απελπίζεσαι...

Τώρα που ήλθαν οι πολλές θλίψεις πάνω σου, μην αποκάμεις, μην ολιγοψυχείς, μην απελπίζεσαι, αλλά σήκω πάνω, ανορθώσου, και προπαντός ήλπισε, γιατί στον καιρό του πόνου η προσευχή σου γίνεται περισσότερο αγία και η ευλογία του Θεού μεγαλύτερη.

Είτε λοιπόν οι θλίψεις προέρχονται από την αδικία και την πονηριά των συνανθρώπων που μας περιβάλλουν, είτε προέρχονται από την κακία των δαιμόνων, είτε από τα δικά μας λάθη και τον δικό μας κακό χαρακτήρα, από τις αδυναμίες και τα πάθη μας, εμείς θα γονατίζουμε και θα προσευχόμαστε.

Θα φωνάξουμε παρακαλώντας τον Θεό να μας επισκιάσει, να μας σκεπάσει με τη Χάρη Του, να μας λυτρώσει και να μας ελεήσει...


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εργασία και προσευχή

Από το Γεροντικό



Ανέβηκε κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:

- Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο».

- Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον ξένο σ’ ένα αδειανό κελί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.

Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον προσκαλέσει για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.

- Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.

- Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.

- Και πως έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;

- Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό το λόγο, αναγκαζόμαστε ν’ ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.

Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρηση από το Γέροντα.

- Μάθε τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Η ταπεινοφροσύνη

Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού (δηλαδή του διαβόλου) απλωμένες πάνω στη γη. 

Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε θα τις προσπεράσει χωρίς να τον πιάσουν; 
Και άκουσα φωνή να μου λέει: 

Η ταπεινοφροσύνη.


Μέγας Αντώνιος

Η προσευχή φανερώνει το θέλημα του Θεού

Γέροντας Σωφρόνιος




Η προσευχή στις ευγενέστερες μορφές της είναι παράσταση ενώπιον του Θεού, πρόσωπο με Πρόσωπο. Συνδέεται με ακραία ένταση όλης της υπάρξεως μας. 

Με την προσευχή μπορούμε να αναπληρώσουμε την ανεπάρκεια των φυσικών χαρισμάτων με τα υπερφυσικά· να καλύψουμε τα κενά στη σφαίρα της ορθολογικής γνώσεως με την ύψιστη μορφή γνώσεως του Είναι. Ανυψούμενη επάνω από το επίπεδο της αποδεικτικής σκέψεως, αξιώνει τον άνθρωπο σε άμεση θεωρία των Θείων αληθειών.

Η προσευχή, μας χειραγωγεί σε όλες τις περιστάσεις της ζωής μας. Εμείς, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι υπάρχει στην καρδιά του άλλου ανθρώπου, γι’ αυτό και δεν γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε ή να πούμε στη μία ή στην άλλη περίπτωση. Προσευχόμενοι στον Θεό, ζητώντας νουθέτηση από τον Παντογνώστη, δεχόμαστε στην προσευχή την υπόδειξη που χρειαζόμαστε.

Η ζωή είναι άπειρα ποικιλόμορφη. Για τον κάθε άνθρωπο προτάθηκε ιδιαίτερη οδός. Στον νου μας μπορούμε να κάνουμε διάφορα σχέδια για το μέλλον, αλλά ωστόσο κατά την πραγματοποίηση τους η ζωή, τόσο στο σύνολο της όσο και σε κάθε ξεχωριστή πράξη μας ή στιγμή, είναι μοναδική. Από τη μηδαμινότητα αυτή και το ανεπανάληπτο, το παρελθόν φαίνεται σε πολλούς ανθρώπους ως μοίρα γραμμένη από κάποιον γι’ αυτούς, ως πεπρωμένο.

Εμείς όμως οι χριστιανοί ελευθερωθήκαμε από τον εφιάλτη αυτό. Γνωρίζουμε με πίστη και από την πείρα ότι είμαστε ελεύθεροι στην επιλογή μας. Αυτό ωστόσο είναι λίγο. Το να είμαστε ελεύθεροι στην επιλογή μας δεν σημαίνει ακόμη ότι είμαστε και σοφοί και αληθινοί. 
Όλοι συνειδητοποιούμε ότι, αν δεν κατέχουμε παγγνωσία, δεν μπορούμε να εκφέρουμε ορθή κρίση με την έσχατη σημασία του λόγου αυτού.

Όταν πρέπει στη ζωή να αποφασίσουμε για κάποιο βήμα, για οποιαδήποτε αλλαγή, ουσιώδη ή ακόμη και επουσιώδη εξωτερικά, τότε κανένας ανθρώπινος υπολογισμός, καμία λογική δεν μας βοηθά να αποφασίσουμε το ζήτημα αυτό· δεν μας επιτρέπει να προβλέψουμε σε ποια περίπτωση το αποτέλεσμα της ενέργειας μας θα είναι αγαθό και σε ποια ολέθριο. 

Αν όμως σε τελειότερη μορφή μόνο οι άνθρωποι που κατέχουν προφητική όραση και ακοή ως φίλοι Θεού μπορούν με την προσευχή να γνωρίζουν το θέλημα του Θεού, τότε και ο καθένας μας με την προσευχή πρέπει να αναζητά λύση για κάθε ζήτημα. Ας είναι αυτό στην αρχή έστω και ασαφές, συγκεχυμένο, απόμακρο. 

Εντούτοις, αν καταφεύγουμε συνεχώς στον Θεό, η καρδιά μας θα γνωρίσει την οδό αυτή και θα αινέσει τον Κύριο από τη μεγάλη χαρά που γεννιέται με τη γνώση αυτή.

Όταν ο άνθρωπος φτάνει κατ’ αρχάς στην προσευχή, τότε εκείνη τον συγκλονίζει, και κατά κάποιον τρόπο τον συντρίβει και τον εξουθενώνει. Η είσοδος στον κόσμο της θείας αιωνιότητος ή, διαφορετικά, η Άνωθεν αυτή γέννηση, συνδέεται με οδύνη: 

«Ωδινήσαμεν και ετέκομεν πνεύμα σωτηρίας …» (Ησ. 26,18).

Ελθέ, το Φως το αληθινόν.
Ελθέ, η ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, το απόκρυφον Μυστήριον.
Ελθέ, το ασύλληπτον απαύγασμα.
Ελθέ, η ανονόμαστος Ύπαρξις.
Ελθέ, η απρόσιτος Φύσις.
Ελθέ, ο ανεκλάλητος Θησαυρός.
Ελθέ, το απερινόητον Πρόσωπον.
Ελθέ, η ανέσπερος Ημέρα.
Ελθέ, ο άδυτος Ήλιος.
Ελθέ, η των αδυνάτων Δύναμις.
Ελθέ, η των αγραμμάτων Σοφία.
Ελθέ, η άληκτος Χαρά.
Ελθέ, η αδιάψευστος Ελπίς.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.
Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, ο άθικτος και αψηλάφητος.
Ελθέ, ο αεί αναλλοίωτος και αμετάθετος.
Ελθέ, ο πάντοτε αμετακίνητος.
Ελθέ, ο απαύστως τα πάντα μετακινών.
Ελθέ, ο από πάντων κεκρυμμένος.
Συ, ο μη έχων που κρυβήναι, ως τα πάντα
πληρών και πανταχού παρών.
Ελθέ, το παμπόθητον Όνομα.
Ελθέ, ο υπεράνω των ουρανών.
Ελθέ Συ, Όν ηγάπησεν η ψυχή μου.
Ελθέ, ο Μόνος προς μόνον.
Ελθέ, ο γενόμενος εν ημίν πόθος.
Ελθέ, ο καταστάς η μόνη αναζήτησις ημών.
Ελθέ, η χαρά και η δόξα ημών.
Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν, ώ πανάγαθε Βασιλεύ
και Δέσποτα, και μείνον εν ημίν αδιαστάτως
και αχωρίστως και δι’ όλην την ζωήν
και μετά την έξοδον ημών,
όπως και ημείς μείνωμεν εν Σοι
και συμβασιλεύσωμεν μετά Σου, του Θεού,
του Όντος επί πάντας.


από το βιβλίο: "Το μυστήριο της χριστιανική ζωής"
εκδ.: Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2010

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής περί καταλαλιάς και κατακρίσεως

«Μή δώης την ακοήν σου τη γλώττη του καταλάλλου, μηδέ την γλώσσάν σου τη ακοή του φιλοψόγου, ή δέως λαλών ή ακούων κατά του πέλας, ίνα μη εκπέσης της θείας αγάπης και αλλότριος ευρεθής της αιωνίου ζωής»

[ Να μην αφήνεις τ’ αυτιά σου ν’ ακούνε τα λόγια του καταλάλου ούτε τα λόγια σου να φτάνουν στ’ αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούοντας με ευχαρίστηση τα λόγια κατά του πλησίον σου, για να μην εκπέσεις από την αγάπη του Θεού και έτσι βρεθείς ξένος της αιώνιας ζωής ].

Στο προηγούμενο κεφάλαιο ο άγιος Μάξιμος μιλάει γι’ αυτόν που κρίνει και κατακρίνει τον πλησίον του και έτσι χάνει την αγάπη του Θεού και γίνεται αίτιος της αιώνιας κόλασής του.

Εδώ απευθύνεται στον αδελφό που αγωνίζεται τον «καλόν αγώνα της πίστεως», που θέλει να σωθεί, να κληρονομήσει την αιώνια ζωή εν Χριστώ Ιησού, για την οποία κλήθηκε ως χριστιανός και ως μοναχός. 

Δεν απευθύνεται ως σε κατάλαλο και φιλόψογο, αλλ’ ως σε ένα έντιμο μοναχό και αγωνιστή της αρετής. Θέλει να τον προφυλάξει από τις παγίδες του εχθρού, από την επιδημική νόσο της καταλαλιάς και κατακρίσεως. 

Πρόσεξε, λέει, να μην κινείς τη γλώσσα σου, για να κατακρίνεις τον αδελφό σου, ούτε να τεντώνεις τ’ αυτιά σου και ν’ ακούς με ευχαρίστηση τις κατακρίσεις και καταλαλιές του άλλου.

Υπάρχουν άνθρωποι, οι περισσότεροι ίσως ή μάλλον, φιλόψογοι. Τους αρέσει να ασχολούνται με τους άλλους, και να παρακολουθούν τη ζωή και συμπεριφορά τους, τις αδυναμίες και απροσεξίες τους και να τους καθίζουν, εν απουσία τους βέβαια, στο εδώλιο του κατηγορημένου. 

Να γίνονται εισαγγελείς και δικαστές και να τους κρίνουν και κατακρίνουν ανελέητα. Και δεν κατακρίνουν μόνο τις πράξεις τους, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπά τους. 

Λαλούν, μιλούν κατά των προσώπων. Καταλαλούν. Τέτοιους ανθρώπους ή αδελφούς της μονής σου να μην τους συναναστρέφεσαι, να μην τους ακούς, να μην τους προσέχεις. 

Να προσεύχεσαι γι’ αυτούς και να φυλάς τον εαυτό σου από το βαρύ αυτό παράπτωμα. Ούτε να λες τον κακό λόγο ούτε να τον ακούς από τους άλλους. Κλείσε το στόμα σου. «Θοῦ φυλακὴν τῷ στόµατί σου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη σου». Και «παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον». Βάλε φρουρά στο στόμα σου και στα χείλη σου, ώστε τίποτε και ποτέ να μην βγει κακό για τον πλησίον σου. Πάντα να λες τον καλό λόγο.

Πάντα να σκεπάζεις τον αδελφό, να τον δικαιολογείς, να μην τον κατακρίνεις και τον διαπομπεύεις. Κλείσε τ’ αυτιά σου όπως τάκλεινε ο προφήτης και έλεγε: «ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ». 

Βέβαια, ο ψαλμός αυτός είναι μεσσιανικός, αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, γι’ αυτό και έχει μεγίστη βαρύτητα και θέλει περισσότερη προσοχή και αντιγραφή στην καθημερινή προσωπική μας ζωή.

Εγώ, λέει, σαν να ήμουν κουφός, δεν άκουγα τις κακολογίες τους και, σαν να ήμουν άλαλος, δεν άνοιγα το στόμα μου.
Πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί κανείς μακριά από την κατάκριση, όταν μάλιστα ο μισόκαλος και μισάνθρωπος του ψιθυρίζει στ’ αυτί ότι αυτά που ακούς ή αυτά που λένε είναι αληθινά και ότι τάχα δεν λες ψέματα. Μα και αληθινά να είναι, ποιός μας ανέθεσε την εξουσία να κρίνουμε τους άλλους; Ένας είναι ο Κριτής και νομοδότης. Αυτός που μπορεί να σώσει και να απολέσει. Ύστερα ο Ίδιος είπε: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε».

Στο μέτρο που θα κρίνετε θα κριθείτε. Η κρίση σας είναι αυστηρή και άδικη, αλλά δεν έχει τη δύναμη να στερήσει από τον αδελφό τη σωτηρία, ενώ εσείς την αποστερείσθε. 

Αυτοκατακρίνεσθε και αυτοκαταδικάζεσθε μέσα στο σκοτάδι του μίσους σας, αφού εκπίπτετε από την αγάπη που είναι φως Χριστού…


Από το βιβλίο: «αρχιμανδρίτου Τιμοθέου (Τζιαβάρα)
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
(Στην Α΄ εκατοντάδα κεφαλαίων περί αγάπης)
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2010

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση

ΟΜΙΛΙΑ Θ΄

Περί εξομολογήσεως
Γιατί είναι αναγκαία
η εξομολόγηση




Η εξομολόγηση είναι αναγκαία για τους εξής λόγους: 

α) διότι είναι εντολή του Θεού, 
β) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και 
γ) διότι ωφελεί τον άνθρωπο από ηθική και πνευματική άποψη.

Το ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή φαίνεται από τις Άγιες Γραφές, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. 

Εξ ονόματος του Θεού ο Μωυσής λέει στους Ισραηλίτες : «Όποιος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα υπέπεσε σε κάποια από τα αμαρτήματα των ανθρώπων και παραμελώντας αδιαφόρησε γι’ αυτό, πρέπει να εξομολογηθεί την αμαρτία την οποία διέπραξε» ( Αρ. ε΄6-7 ). 

Και πάλι: «Εάν η ψυχή αμαρτήσει… και εξαγορευτεί την αμαρτία, ανάλογα δε με το φταίξιμο να ορίσει τιμή και να αποδώσει το κεφάλαιο, δηλαδή το επιτίμιο, προσθέτοντας τον τόκο σε αυτό, να φέρει στον Κύριο ένα κριάρι» (Λευιτ. ε΄ 26). 

Στις Παροιμίες του Σολομώντος, αναφέρεται: «Αυτός που καλύπτει την ασέβεια του εαυτού του, δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτός όμως που έχει ως αρχή να ελέγχει τον εαυτό του, θα αγαπηθεί» (κη΄13). 

Όλοι οι προφήτες και ιδιαίτερα ο Δαβίδ, συστήνουν την εξομολόγηση, αφού τη μετάνοια ακολουθεί η εξομολόγηση. Έτσι, αυτοί που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, στον Κήρυκα της Μετανοίας, τον βαπτιστή Ιωάννη, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. 

Ας δούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή: «Τότε προσέρχονταν σ’ αυτόν από τα Ιεροσόλυμα, από όλη την Ιουδαία, καθώς και από όλα τα περίχωρα του Ιορδάνου, και βαπτίζονταν στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (Ματθ. γ΄6).

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή και ως τέτοια πρέπει να τηρείται, για τη σωτηρία των μετανοουμένων. Αυτή η εντολή έλαβε πρόσθετο κύρος στην Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγηση έγινε η θύρα της εισόδου στον Χριστιανισμό και αυτό φανερώνεται επαρκώς από την εξομολόγηση των βαπτιζομένων στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη, του οποίου το βάπτισμα ήταν προεισαγωγή στον Χριστιανισμό, γιατί έλεγε: 

«Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, σε βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως; Που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε τα υποδήματά Του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με το πνεύμα το Άγιο και το πυρ της θείας Χάριτος» (Μτ. γ΄ 11).

Αυτό μαρτυρείται επίσης και από τις Πράξεις των Αποστόλων ∙ γιατί διηγούμενος ο απόστολος Λουκάς τα σχετικά με την προσέλευση των Εφεσίων στον Χριστιανισμό, λέει ότι έρχονταν με σκοπό να εξομολογηθούν τις πράξεις τους και μάλιστα με πολύ θάρρος. 

Ιδού τα λόγια του αποστόλου: «Πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.» ( Πράξ. ιθ΄ 18 ). Η προσευχή «Πάτερ ημών» είναι ένα είδος συνεχούς και καθημερινής εξομολογήσεως∙ η αίτηση για άφεση των αμαρτιών μας είναι ομολογία των αμαρτιών μας.

Την εξομολόγηση συνιστά και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγοντας: «Να εξομολογείστε τα παραπτώματα σας ο ένας στον άλλον και να εύχεσθε υπέρ των άλλων, για να γιατρευθείτε, γιατί έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα» (Ιακ. ε΄ 16). 

Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει: «Εάν ομολογούμε τις πράξεις μας, ο Θεός είναι πιστός στον λόγο Του ∙ θα μας συγχωρήσει και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄ Ιω., α΄ 9). 

Η εξομολόγηση ως αρχαίο έθιμο της Εκκλησίας αναφέρεται από τον Ειρηναίο (Κατά Αιρέσεων Α΄ 13), από τον Τερτυλλιανό (De poenitenciae 2, 4 , 9, 10), από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Β΄12), από τον Ωριγένη (ομιλία στο Λευιτικό Β΄ 4) και από τον Κυπριανό (στην Επιστολή LVLIX).

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εξομολόγηση αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί αυτοί που εισάγονταν στα Μυστήρια της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους ( Πλουτάρχου, Αποφθέγματα). 

Ο δε Σωκράτης συνιστούσε την εξομολόγηση ως σωτήρια πράξη : «Εάν κάποιος με αδικήσει, να είναι πρόθυμος να πάει εκεί που γρήγορα θα αποδώσει το δίκαιο∙ να σπεύσει στον γιατρό, ώστε να μην γίνει χρόνιο το νόσημα της αδικίας και εξασθενήσει ύπουλα την ψυχή, καθιστώντας την ανίατη» (Πλάτωνος, Γοργίας)…

… Η εξομολόγηση πράγματι είναι θεία εντολή, διότι είναι υπαγόρευση της καρδιάς. Αυτός που αμάρτησε αισθάνεται βαριά την καρδιά του και δεν βρίσκει ανακούφιση αν δεν εξομολογηθεί το αμάρτημά του, αν δεν το ομολογήσει ενώπιον του Θεού. Η Αγία Γραφή αναφέρει ένα αρχαιότατο παράδειγμα, την εξομολόγηση του Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε συντετριμμένος, εμπρός στις γυναίκες του, διότι εφόνευσε έναν άνδρα…

… Αυτός που δεν εξαγορεύτηκε τις αμαρτίες του δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση, γιατί ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τον Θεό. Αυτός που δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του βρίσκεται διαρκώς κάτω από το βάρος της ενοχής και μακριά από τον Θεό, γι’ αυτό και η ψυχή του θλίβεται και πονάει. 

Η ανώμαλη ηθική κατάσταση που επικρατεί στον αμαρτωλό, ο αδιάκοπος έλεγχος που προξενείται από την συναίσθηση της ψυχής που αναγνωρίζει την αμαρτία της και ζητάει ανακούφιση. Η ψυχή αναζητάει την εξομολόγηση, γιατί γνωρίζει τη θεία εντολή ∙ γιατί κατάλαβε ότι αυτή είναι το μόνο μέσον συμφιλιώσεως και συνδιαλλαγής με τον Θεό, τον οποίο συναισθάνεται ότι εξόργισε και επιζητεί να Τον ευχαριστήσει για να μην την αποστραφεί, αλλά να γίνει ελεήμων σε αυτήν και να της συγχωρήσει τις αμαρτίες.

Όπως η εξομολόγηση είναι εσωτερική ορμή, έτσι και η καταλλαγή με τον Θεό είναι εσωτερική προτροπή που υποκινεί προς αυτόν τον σκοπό, γιατί η ψυχή συναισθάνεται ότι αμάρτησε προς τον Θεό και οφείλει να προσεγγίσει τη θεία αγάπη για να θεραπευτεί. 

Η Εκκλησία είναι η μόνη που έλαβε την εξουσία να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό και να επιφέρει τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκείνος που αμάρτησε πρέπει να προστρέξει στην Εκκλησία. Μόνο αυτή έχει τη δύναμη να τον συμφιλιώσει με τον Θεό.


Πηγή: «Περί επιμελείας ψυχής
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ»
Απόδοση στη Νέα Ελληνική:
Ευανθία Χατζή
Επιμέλεια κειμένου- Επίμετρο:
Γιώργος Μπάρλας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Το Άκτιστο Θείο Φως και οι τρόποι θεωρείας του

Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία ουκ έστιν ουδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.

Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο άϋλη αίσθηση νοερή και όχι λογική. Αίσθηση μ’ εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ’ άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος.

Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθειά, όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.

Μ’ αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομειώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ’ αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.

Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται, δεν έρχεται ούτε απ’ έξω ούτε από μέσα, αλλ’ αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πη αν βρέθηκε σ’ έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ’ αυτό το φαινόμενο.

Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται. Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθή με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.

Το Θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένη με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπη ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. 


Αυτήν την όραση οι ’γιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ’ όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως.

Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως αγάπης, φως ζωής.

Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχη φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα. Αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα. Τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. 

Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ’ ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ’ ακόμη ατελές. Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.

Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ’ άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήση ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώση τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.

Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία. Κι όποιος, πριν από την όραση του άκτιστου φωτός, απλώνεται μ’ αυθάδεια «με το νου του» στη θεωρία των μυστηρίων του πνεύματος, αυτός όχι μόνο δεν πετυχαίνει τον σκοπό του, αλλά φράζει και τον δρόμο ακόμα προς αυτά μπροστά του. Θα δη μόνο τα προσωπεία της αλήθειας, που τα φαντάζεται ο ίδιος ή του προσφέρουν απατηλές δαιμονικές δυνάμεις.

Η πραγματική θεωρία έρχεται άνωθεν, με ηρεμία. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι σαν την αφηρημένη, τη διανοητική. Είναι ποιοτικά διαφορετική, είναι το φως της ζωής που δίνεται από την ευδοκία του Θεού κι η οργανική οδός προς αυτό είναι όχι η διανόηση, αλλ’ η μετάνοια.

Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας κτιστή φύση. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ’ οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ’ έρχεται αποκλειστικά σαν δώρο του Ενός Αγαθού.

Ρωτήσαμε τον Γέροντα: 
με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθή αυτό ο άνθρωπος με την πείρα του; 

Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας. 

Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν’ αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του. Έτσι γι’ αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή την θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνη την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.

Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι’ αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήση τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ’ από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ’ απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.

Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ’ αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ’ αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήϊνης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.


Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνη έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος».

Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώση, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκειά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπη και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.

Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ’ ερωτάται: τι είναι σ’ αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;… 

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ’ όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη…Πώς είναι δυνατόν αυτό; 

Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου «εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση»είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθή την θέωση, να γίνη κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβη το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνη Θεός κατά χάρη.

Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθή αλλιώς παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ’ αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.

Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του Ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.

Για κάθε άνθρωπο που θ’ αναλογισθή το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσωμε ανθρώπους που μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα, που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. 

Όταν όμως ο άνθρωπος με τη Θεία ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνη τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης.


Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ιδρυτού της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου
Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938),
Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200