Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Ηθικαί κακίαι (ΙΙΙ)

11. ΠΕΡΙ ΠΟΝΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑΣ

Αντίπαλος κακία τη ακεραιότητι εστίν η πονηρία.

Η πονηρία εστί κακία φοβερά ως έμπνευσις του πονηρού δαίμονος του επιζητούντος την επικράτησιν της εαυτού βασιλείας επί της γης.

«Η πονηρία μήτηρ πάσης κακίας˙ ζωή δαιμονική. Ο πονηρός φαντάζεται και εστί σύντροφος του διαβόλου και συνώνυμος αυτώ, διότι αμφότεροι μετέρχονται τα πονηρά˙ η πονηρία εστί πλάνη και τέχνη διαβολική και γεννά την διπροσωπίαν και απατηλήν ευλάβειαν». (Ιωάν. Κλίμακος.)

Ο πονηρευόμενος εγένετο όργανον του πονηρού και κατεδικάσθη ήδη υπό του Θεού εις όλεθρον, «οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται». (Ψαλμ. λς΄. 9).
Τον πονηρευόμενον χαρακτηρίζουσιν αι εξής κακίαι, αι μάλλον εμφανείς˙ η δολιότης, η ανειλικρίνεια, η μνησικακία, το φιλέκδικον, το ψεύδος, η απάτη, ο φθόνος, η βασκανία, το μίσος, η επιβουλή, η υπόκρισις, η αδικία, η χαιρεκακία και άπασαι αι λοιπαί κακίαι, αι προάγουσαι την βασιλείαν του πονηρού επί της γης. Ο τοιούτος έχει ακάθαρτον την καρδίαν και μισεί και αποστρέφεται το αγαθόν, και αμύνεται τους εργαζομένους αυτό.

Ουαί τη εκκλησία και τη παροικία εκείνη τη εντυχούση τοιούτου ποιμένος˙ τούτον ουχί το πνεύμα το Άγιον εχειροτόνησεν.


12. ΠΕΡΙ ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑΣ

Αντίστοιχος κακία προς την αρετήν της αμνησικακίας εστίν η μνησικακία.

Η μνησικακία εστί διαρκής ανάμνησις του κακού και διάθεσις έμμονος προς εκδίκησιν.

Η μνησικακία εστί στυγερά κακία κυοφορουμένη εν ψυχή μοχθηρά και αγενεί.

Χαρακτηριστικά της μνησικάκου ψυχής εισιν η εμπάθεια, η οργή, ο θυμός, το ασυμπαθές, το αδιάλλακτον, το ασυγχώρητον και η εκδίκησις.

Ο μνησίκακος εστιν εικών του πονηρού και πολέμιος των αρχών του Ευαγγελίου. Ο μνησίκακος εργάζεται, όπως προαγάγη την βασιλείαν του Σατανά επί της γης.

Ο μνησίκακος εστιν αλλότριος τω χριστιανισμώ. Ο μνησίκακος ποιμήν προήχθη κατά θείαν παραχώρησιν, μαρτυρεί δε κατάπτωσιν της εκκλησίας και έλλειψιν θρησκευτικού συναισθήματος˙ η επισκοπή, εν η ετάχθη επίσκοπος ο μνησίκακος, παρεδόθη ήδη τω Σατανά. Ουαί δε τοις προχειρίσασιν αυτόν.

«Κόκκος επί πέτρας προσευχή μνησικάκου» (Πατερικόν).


13. ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗΣ

Αφροσύνη εστί στέρησις φρονήσεως και διορατικότητος, και πλάνη εν τη αληθεία. Ο άφρων επίσκοπος εμπίπτει εις επιθυμίας πολλάς, ανοήτους και βλαβεράς και προς εν τέλος φέρεται, τον όλεθρον και απώλειαν. 

Ο άφρων εστίν ασεβής, (Λουκ. ιβ΄. 20) και τον Θεόν αυτόν αρνείται. Η ψυχή του άφρονος, λέγει ο Γρηγόριος ο Νύσσης, γίνεται φιλοσώματός τις και σαρκώδης˙ εν τω βλέπειν τα μάταια και άστατα, βλέπει ουδέν˙ σκότος γαρ εστιν αληθώς η εν τούτοις οξυωπία. 

Όθεν ο άφρων εν σκότει πορεύεται. (Γρηγ. Νύσ. μδ΄. 684). Ο δε παροιμιαστής λέγει, ότι οι της αφροσύνης πόδες κατάγουσιν εις Άδην˙ σφαλεραί δε αι τροχιαί αυτής και ουκ άγνωστοι. 

 Ο άφρων εστίν όλως ακατάλληλος προς το υψηλόν αξίωμα του επισκόπου.



ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΝ
ΜΕΡΟΣ Β΄ ΚΕΦ. Β΄ 11-13
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ