Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Κυριακάτικο Κήρυγμα


Κυριακὴ Ι´ Λουκᾶ
(Λουκ. ιγ΄, 10-17)

Ὁ Χριστὸς, ἐνῶ ἔχει μιὰν ἀγάπη ἀπέραντη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μισεῖ θανάσιμα τὴν ὑποκρισία. Δηλαδή, δὲν μισεῖ τίποτε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Κι αὐτὴ τὴν τακτική Του ἔδειξε καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς Του, ὅπως καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Στάθηκε ἀπέναντι στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ πεσμένο ἄνθρωπο μὲ στοργή, συμπόνια καὶ ἀγάπη. Συγχώρεσε τὰ λάθη του καὶ τὸν βοήθησε νὰ ἀνασηκωθεῖ. Μὰ ἔναντι τῆς ὑποκρισίας στάθηκε μὲ σκληρότητα καὶ ἦταν πάντα ἄτεγκτος.

Μιὰ τέτοια ὑποκριτικὴ στάση στηλιτεύει ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἡ συγκύπτουσα γυναίκα θεραπεύεται κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τῆς ἀργίας τῶν Ἰουδαίων, ὁ ἀρχισυνάγωγος βρίσκει ἀφορμή, γιὰ νὰ κατηγορήσει τὸν Χριστό πὼς θεραπεύει κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς ἀργίας.

Αὐτὴν τὴν ὑποκριτικὴ διάθεση μὲ σκληρὰ λόγια ὁ Χριστὸς ἀποδοκιμάζει καὶ ἀκολούθως θέτει τὴν ἀλήθεια στὴ θεσή της. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶς, μεταφέροντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς δεκαοκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;».

Ξεσκεπάζεται ἡ ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου, ποὺ δῆθεν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, τὴν ἐντολὴ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ φθόνο καὶ κακότητα. Τηροῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, μὰ δὲν ἔκανε τὸ καλὸ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἔτσι ἄλλα αἰσθανόταν καὶ ἄλλα διακήρυσσε· ἄλλα εἶχε στὸ νοῦ του καὶ ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.

Λείπουν ἆραγε τέτοιοι ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε ἐποχή; Γεμᾶτος εἶναι ὁ κόσμος μας ἀπ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κάποιες φορές περάσαμε ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς ὑποκρισίας. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ γνωρίζουμε νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ αὐτὴν καὶ τοὺς ὑποκριτὲς πού «ἀπ᾿ ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμᾶτοι μὲ ὅλες τὶς κακίες ποὺ ὑπάρχουν».

Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ φωνάζουν περισσότερο γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια. Μὰ δὲν τὰ πιστεύουν. Ἁπλῶς ὑποκρίνονται καὶ παίζουν κακὸ θέατρο. Καὶ «ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουν αὐτά, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν, μήτε τὰ ἔμαθαν, μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους».

Ἐτοῦτοι δὲ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὑποκρίνονται, εἶναι τεχνῖτες ἄριστοι καὶ μαέστροι σπουδαῖοι. Καλύπτουν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ εὐσέβεια δῆθεν, ἐνῶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸ τίποτε μποροῦν νὰ κάνουν κάθε εἴδους κακό. «Νὰ τοὺς πεῖς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται».

Γι᾿ αὐτὸ σ᾿ αὐτοὺς ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς εἶπε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί» Του, τὰ «ἀλλοίμονο!». «Ἀλλοίμονό σας γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατὶ μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἐσωτερικὰ ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ὀστᾶ νεκρῶν καὶ κάθε εἴδους ἀκαθαρσίας. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ἐξωτερικὰ μὲν φαίνεσθε στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ὅμως ἐσωτερικὰ εἶστε γεμᾶτοι ὑποκρισίας καὶ ἀνομίας».

Ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὑπαινίσσεται τὰ πολλὰ ἐμπόδια ποὺ βάζει ἡ ὑποκρισία, γιὰ νὰ σταματήσει κάθε καλό. Γιατί ὁ ὑποκριτὴς θέλει νὰ δείχνει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ δὲν εἶναι. Νὰ διακηρύσσει πὼς ἐνδιαφέρεται καὶ κόπτεται γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ σκοπὸ του ἔχει νὰ ματαιώνει τὴν ἐκτέλεση κάθε καλοῦ καὶ σωστοῦ.

Νὰ παριστάνει τὸν μαχητὴ τῆς ἀληθείας· νὰ κάνει ἐπαναστάσεις δῆθεν ἐναντίον τοῦ κατεστημένου· «νὰ βάζει φωτιὲς στὶς περιουσίες τῶν ἄλλων· νὰ ξεθεμελιώνει τὰ πάντα», ἐπειδὴ τὸν πῆρε ὁ πόνος γιὰ ὅλ᾿ αὐτά! «Πῶς χάνονται οἱ ἄνθρωποι! Πῶς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί! Πῶς χαίρουν οἱ ἐχθροί! Πῶς χορεύει ὁ διάβολος!».

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, ἆραγε ὅλους μας δὲν τρομάζουν; Δὲν φοβόμαστε γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται καὶ μὲ τὴ δική μας συνδρομή; Γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός;

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, διαβάζοντας τὰ ἱερὰ Εὑαγγέλια, γνωρίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς κουρασμένους, τοὺς ἀρρώστους καὶ ταπεινούς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ καλοπροαίρετους· ὅλους δίχως διάκριση μὲ τὴν αὐτὴ δύναμη καὶ πλουσιότητα.

Αὐτοὺς δὲ ποὺ δὲν ἀγάπησε εἶναι οἱ ὑποκριτὲς, γιατὶ τελικὰ αὐτοὶ δὲν τὸ θέλουν. Αὐτοὶ μὲ τὴ στάση τους Τὸν ἀποδιώχνουν ἀπ᾿ τὴ ζωή τους καὶ χαράσσουν δικό τους δρόμο νὰ διαβοῦν. Γιατὶ πῶς νὰ τὸ ποῦμε· ἡ ἀγάπη δὲν συμβαδίζει μήτε μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία.

Τελικά, ἂν λέμε πὼς ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ καὶ πιστεύουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ δὲν ἀγαποῦμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε τοὺς ἐμπιστεύομαστε, τότε εἴμαστε ὑποκριτὲς καὶ ψεῦτες. Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διὰ στόματος τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου· «ἐὰν κάποιος εἰπεῖ ὅτι ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό του μισεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ψεύτης!».

Τί νὰ τὸ κάνουμε πὼς φωνάζουμε καὶ κοπτόμαστε μερικὲς φορὲς γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δίχως νὰ γνωρίζουμε πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι ἀγάπη καὶ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη ἐφαρμόζονται; Στηρίζονται στὴν ἀγάπη καὶ δίχως αὐτὴν δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν.

Μὴ λησμονοῦμε ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε ὁ νόμος, οἱ ἐντολές Του θὰ ᾿ρθουν νὰ στερεώσουν τὴν ἀγάπη μας καὶ νὰ ἐνισχύσουν τὴν πίστη μας.


Ἀρχιμ. Ν.Π.