Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»

Ἰσαάκ τοῦ Σύρου



Λένε γιὰ τὸν μακάριο Ἀντώνιο ὅτι ποτὲ δὲν σκέφθηκε νὰ κάνει κάτι ποὺ νὰ ὠφελεῖ τὸν ἑαυτὸ του πιότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του. Κι αὐτό, γιατί πίστευε πὼς τὸ κέρδος τοῦ πλησίον του εἶναι γι’ αὐτὸν ἄριστη ἐργασία.

Καὶ πάλι εἶπαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι ἔλεγε πὼς «ἤθελα νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ λάβω τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου».

Εἶδες τέλεια ἀγάπη; Καὶ πάλι, ἂν εἶχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δὲν ἄντεχε νὰ μὴν ἀναπαύσει μ’ αὐτὸ τὸν πλησίον του. Εἶχε κάποτε μιά σμίλη γιὰ νὰ κόβει τὶς πέτρες. Ἦρθε λοιπὸν ἕνας ἀδελφὸς κοντά του καί, ἐπειδὴ τὴν εἶδε καὶ τὴ θέλησε, δὲν τὸν ἄφησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελὶ του χωρὶς αὐτή.

Πολλοὶ ἐρημίτες παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὰ θηρία καὶ στὸ ξίφος καὶ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν πλησίον.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης, ἂν δέν ζήσει κρυφά, μέσα του, τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἀληθινά τούς ἀνθρώπους ὅσοι δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὸ τὸν ἐφήμερο κόσμο.

Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ντύνεται, μαζὶ μὲ αὐτήν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸν Θεὸ νὰ πεισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ν’ἀποκτήσει μαζὶ μὲ τὸν Θεό, τίποτε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀναγκαῖο, ἀλλὰ νὰ ἀποδυθεῖ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του, δηλ. καὶ αὐτὲς τὶς μὴ ἀναγκαῖες σωματικὲς ἀναπαύσεις.

Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ντυμένος, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, μὲ τὴν κοσμικὴ ματαιοδοξία καὶ ποὺ ποθεῖ νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνδυθεῖ τὸν Θεὸ –νὰ γίνει θεοφόρος– μέχρι νὰ τὰ ἀφήσει. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ὅποιος δὲν ἐγκαταλείψει ὅλα τὰ κοσμικὰ καὶ δὲν μισήσει τὴν κοσμικὴ ζωή του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Ὄχι μόνο νὰ τὰ ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ μισήσει. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής του, πώς ὁ Κύριος θὰ κατοικήσει μέσα του;

Δὲν θὰ ἀμελήσω νὰ ἀναφέρω τί ἔκαμε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μεγάλος, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνους πού καταφρονοῦν τοὺς ἀδελφούς τους. Βγῆκε λοιπὸν κάποτε νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν ἄρρωστο ἀδελφὸ καὶ ρώτησε τὸν ἄρρωστο ἂν ἤθελε τίποτε. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε πώς θὰ ‘θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅλη τὴ χρονιὰ συνήθιζαν καὶ ἔφτιαχναν τὸ ψωμὶ παξιμάδια, σηκώθηκε ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ ἀξιομακάριστος ἄνθρωπος καί, μ’ ὅλα τὰ ἐνενήντα του χρόνια, βάδισε ἀπὸ τὴ σκήτη του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀντάλλαξε τὰ ξερὰ ψωμιά, πού πῆρε ἀπὸ τὸ κελί του μὲ φρέσκα καὶ τὰ πῆγε στὸν ἀδελφό.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων, ποὺ ἦταν σὰν αὐτὸν τὸ Μεγάλο Μακάριο πού ἀνέφερα, ἔκαμε κάτι ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο. Αὐτὸς ὁ ἀββᾶς ἦταν ὁ πιὸ ἔμπειρος στὰ πνευματικὰ ἀπὸ ὅλους τούς μοναχούς του καιροῦ του καὶ τιμοῦσε τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε πανηγύρι στὴν πόλη, πῆγε νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του στὴν ἀγορὰ. Ἐκεῖ βρῆκε ἕναν ξένο ἄρρωστο καὶ παραπεταμένο σὲ μίαν ἄκρη. Τί ἔκανε τότε; Νοίκιασε ἕνα σπιτάκι καὶ ἔμενε κοντὰ του ἀσκώντας χειρωνακτικὴ ἐργασία. Ὅ,τι ἔβγαζε τὸ ξόδευε γιὰ τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε συνέχεια ἔξι μῆνες, μέχρι πού ὁ ἄρρωστος ἔγινε καλά.

Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ ἀληθινὸς καὶ ἀψευδής μὰς λέει ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχει μέσα του τὸν πόθο τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ μαζί, τὴν ἀγάπη τὸν Θεοῦ (Ματθ. 6, 24).

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ λογίζεσαι ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία νεκρώθηκε ὡς πρὸς τὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Διότι ὁ ἐλεῶν τὸν φτωχὸ ἔχει τὸν Θεὸ νὰ φροντίζει γιὰ τὶς δικές του ἀνάγκες. Καὶ αὐτὸς πού στερεῖται γιὰ τὸν Θεό, βρῆκε θησαυροὺς ἀκένωτους.

Ὁ Θεὸς δὲν χρειάζεται τίποτε. Εὐφραίνεται ὅμως ὅταν δεῖ κάποιον νὰ ἀναπαύει τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ τὴν τιμᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη του. Ὅταν ἔλθει κάποιος καὶ σοῦ ζητήσει αὐτὸ πού ἔχεις, μὴν πεῖς μέσα στὴν καρδιά σου ὅτι θὰ τὸ κρατήσω αὐτὸ γιὰ μένα, γιὰ νὰ μὲ ἀναπαύει καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ μὲ ἄλλο τρόπο. Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λένε οἱ ἄδικοι, πού δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό. Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος τὴν τιμὴ πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐνδεὴς ἀδελφός του δὲν τὴν μεταβιβάζει σὲ ἄλλον, οὔτε τὴν εὐκαιρία τῆς ἐλεημοσύνης θὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ τὴ χάσει. Ὁ φτωχὸς καὶ ἐνδεὴς ἄνθρωπος λαμβάνει τὰ ἀναγκαία ἀπὸ τὸν Θεό, διότι κανέναν δὲν ἐγκαταλείπει ὁ Κύριος. 

Σὺ ὅμως, πού θέλησες νὰ ἀναπαύσεις τὸν ἑαυτό σου μᾶλλον παρὰ τὸ φτωχὸ ἀδελφό σου, ἀποποιήθηκες τὴν τιμὴ πού σοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἀπομάκρυνες τὴ χάρη του ἀπὸ σένα. Ὅταν λοιπὸν δώσεις ἐλεημοσύνη, νὰ εὐφραίνεσαι καὶ νὰ πεῖς: Δόξα σοι ὁ Θεός, πού μὲ ἀξίωσες νὰ βρῶ κάποιον νὰ ἀναπαύσω. 

Ὅταν ὅμως δὲν ἔχεις τί νὰ δώσεις, μᾶλλον νὰ χαρεῖς καὶ νὰ πεῖς εὐχαριστώντας τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μοῦ ‘δωσες αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴν τιμὴ νὰ γίνω φτωχὸς γιὰ τὸ ὄνομά σου καὶ πού μὲ ἀξίωσες νὰ γευθῶ τὴ θλίψη τῆς σωματικῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς φτώχειας, πού ὅρισες στὸ στενὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν σου, ὅπως τὴ γεύθηκαν οἱ ἅγιοί σου, πού περπάτησαν αὐτὸ τὸ δρόμο. (23-4).