Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Κυριακάτικο Κήρυγμα


Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν 
Ἀπόστολος: Γαλάτ. 2, 16-20 
«Καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ»

Κραυγὴ χαρᾶς καὶ ἡρωϊκὴ ἰαχὴ ἀκούσαμε σήμερα, ἀδελφοί, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο: «Πιστέψαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σωθήκαμε· πιστέψαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δικαιωθήκαμε». 

Ἐπειδὴ δὲν γίνεται δίκαιος ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν τυπικὴ τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀφοῦ διὰ τῶν ἔργων τοῦ νόμου δὲν θὰ δικαιωθῆ κανένας ἄνθρωπος. Λοιπόν· πιστέψαμε καὶ δικαιωθήκαμε. Ἡ πίστη εἶναι ὁ δρόμος· ἡ δικαίωση εἶναι τὸ τέρμα. Ἡ πίστη εἶναι ἡ αἰτία· ἡ δικαίωση τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀλληλένδετες ἔννοιες. Ἀχώριστες. Οὔτε πίστη χωρὶς δικαίωση ἀλλ᾿ οὔτε δικαίωση δίχως πίστη. 

Γράφει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του: «λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον» (Ρωμ. 3-28). Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἁπλῆ συγ- κατάθεση τοῦ νοῦ καὶ ἄκαρπη γνώση τοῦ λογικοῦ ἀλλὰ ὑπέρβαση τῶν παρόντων, «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἐβρ. 11-1) συνδυασμένη μὲ μετάνοια καὶ καλὰ ἔργα. 

Οἱ πρῶτες παραγγελίες καὶ ὑποδείξεις τοῦ Κυρίου μας, ὅταν ἄρχισε τὸ θεῖο Του κήρυγμα ἦταν: «μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε τῷ εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α´ 15). Ἡ πίστη θεωρεῖται καὶ εἶναι ἑστία θερμότητος καὶ πηγὴ φωτός, ποὺ ἐπηρεάζει ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ψυχικὲς δυνάμεις· εἶναι ἀκτινοβολία καὶ ζωή.

Εἶναι κατάσταση τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου. Εἶναι κλίμακα, σκάλα, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Ἡ πίστη ἔχει σχέση μὲ τὴν ἠθικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο πιὸ καθαρὸς καὶ ἁγνὸς εἶναι ὁ νοῦς τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνει τὸ φῶς τῆς πίστης καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς μας καὶ εἶναι «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ». Ἡ συμμόρφωση στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυροποιεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀποστροφὴ στὴν ἁμαρτία καὶ καλλιεργεῖ τὴν μετάνοια. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, «οὓς ἐκάλεσε τούτους καὶ ἐδικαίωσε», ἀλλὰ συγχρόνως «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».

Μετὰ τὴν κλήση καὶ τὴν ἐπιστροφή, ποὺ ἀποτελοῦν καρπὸ - χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀκολουθεῖ ἡ δικαίωση. Ἀναγεννιέται τότε ὁ ἄνθρωπος· ἀνακαινίζεται· σώζεται · δέχεται τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁγιάζεται. Ἔτσι δικαίωση καὶ ἁγιασμὸς εἶναι δύο ἀχώριστες ἔννοιες. Μὲ τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς προτρέπεται νὰ αὐξάνη «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». 

Ὁ Θεὸς πρῶτος κινεῖται πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν προσκαλεῖ στὴ σωτηρία· «Ἱδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐὰν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν» (Ἀποκ. 3-20). Ὅσοι ἀπαντήσουν θετικὰ δέχονται τὶς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί», καὶ τότε μπορεῖ νὰ διακηρύσσουν ὡς ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Τὶ ὡραία περιπέτεια πνευματικὴ τὸ γεγονὸς ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον Αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». 

Τὶ ὡραία περιπέτεια πνευματικὴ στ᾿ ἀλήθεια «δικαιωθέντες ἐκ πίστεως» «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ». Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγη περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του «Χριστῷ συνεσταύρω- μαι», ἐννοεῖ ὅτι ὁ παλιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ἀποβλήθηκε καί, ἀφοῦ ἀναγεννήθηκε καὶ σώθηκε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, συμμορφώθηκε πλήρως μὲ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ ἐνοχὴ ἀκολουθεῖ πιστῶς τὸν Κύριο: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγῶ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». 

Ἀδελφοί· μήπως εἶναι καιρὸς νὰ δοκιμάσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ ζήση σὲ μᾶς καὶ μὲ μᾶς στὸν κόσμο ὁ Χριστός;