Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

«Σεισμογόνος» Προσευχή!


Ὁ π. Ἀλύπιος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενοφῶντος, διακρινόταν πολὺ γιὰ τὸν ζῆλο του. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε νὰ βρίσκη ἕνα ἥσυχο µέρος καὶ νὰ προσεύχεται συνεχῶς µἐ τὴν εὐχή, δηλαδὴ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν µε”.

Κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε τὴν εὐχή, σκιρτοῦσε ἡ ψυχή του ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Κάποτε ὅµως τὰ πράγµατα πῆραν ἄσχηµη τροπή….

Χωρὶς νὰ µπορῆ καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἐξηγήση, ἀδυνατοῦσε νὰ συνεχίση τὴν εὐχή. Ἂν δοκίµαζε µιὰ φορὰ νὰ τὴν πῆ, ἀµέσως ἄρχιζε νὰ κλονίζεται τὸ σῶµα του. Σειόταν λοιπὸν ὁ τόπος, ὅταν ὁ π. Ἀλύπιος ἔλεγε τὴν εὐχή!

Καὶ ποῦ δὲν κατέφυγε, τί Γέροντες, τί πνευµατικοὶ τὸν εἶδαν, τί προσευχὲς καὶ ἐξορκισµοὺς τοῦ ἐδιάβασαν … Τὸ ἀποτέλεσµα µηδέν. Ἡ ὑπόθεσις ἔπαιρνε τραγικὲς διαστάσεις.

Ἐπειδὴ ὁ π. Ἀλύπιος εἶχε, χρόνια τώρα, γίνει ἕνα µἐ τὴν εὐχή, δὲν µποροῦσε νὰ τὴν σταµατήση. Ἔτσι ἀσυναίσθητα, στὸ κελλί του, στὴν ἐκκλησία, στὸ φαγητό, στὴν ἐργασία, πρόφερε ἐνδὀµυχα τὰ ἱερὰ λόγια. Καὶ ἀµέσως τὸ κρεββάτι, τὰ στασίδια, τὸ τραπέζι ἢ τὰ πράγµατα τῆς ἐργασίας, ὅλα ἄρχιζαν νὰ χορεύουν. Καὶ ὅσοι Πατέρες ἦσαν δίπλα του πήγαιναν κι αὐτοὶ πέρα-δῶθε!

Κάποια µέρα οἱ Πατέρες σκέφθηκαν νὰ καταφύγουν στὸν Γέροντα Δανιήλ. Καὶ ὁ π. Ἀβέρκιος, ὁ οἰκονόµος τοῦ Μοναστηριοῦ, ξεκίνησε µὲ τὸν π. Ἀλύπιο γιὰ τὰ Κατουνάκια.

– Πρόσεχε, τοῦ εἶπε ὁ π. Ἀβέρκιος. Τώρα ποὺ θὰ πᾶµε στὸ Μοναστήρι, µὴν πῆς τὴν εὐχὴ καὶ τροµοκρατήσουµε τοὺς Πατέρες.

Στὸν νάρθηκα ὄµως τῆς ἐκκλησίας ξεχάσθηκε καὶ τὴν πρόφερε µία φορὰ καὶ γύρω του ἔγινε … σεισµός. Τὴν ἄλλη µέρα ἔφθασαν στὰ Κατουνάκια.

Ὁ Γέρων Δανιὴλ ἔµαθε τὸ ἱστορικό, πῆρε ἰδιαιτέρως τὸν π. Ἀλύπιο καὶ ζήτησε νὰ τοῦ περιγράψη τὸ πῶς τοῦ συνέβη γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φαινόµενο.

– Ἐκείνη τὴν νύχτα, ἄρχισε νὰ διηγῆται ὁ π. Ἀλύπιος, ἀγρυπνοῦσα στὸ παρεκκλήσι τῆς ἀµπελικῆς κοντὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος καὶ προσευχόµουν µὲ τὸ κοµποσχοίνι. Σὲ µιὰ στιγµὴ κτύπησε ὁ µάνταλος τῆς πόρτας. Ἔνοιωσα ἕναν φόβο στὴν καρδιά µου, ἀλλὰ συνέχισα τὴν προσευχή. Ἐν τῷ µεταξὺ τὰ κτυπήµατα ἔγιναν περισσότερα, ὁ µάνταλος πήγαινε πάνω-κάτω. 

Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ κτυπᾶ καὶ ἡ πόρτα. Κατάλαβα πὼς ἦταν κάτι σατανικὸ καὶ δὲν ἔδωσα σηµασία. Μὲ περισσότερο ζῆλο ἔλεγα τὴν εὐχή. Τὰ κτυπήµατα ὅµως αὐξήθηκαν καὶ ὄχι µόνο τὸ σῶµα µου, ἡ πόρτα, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία βρισκόταν σὲ µιὰ περίεργη κίνησι. Ὅταν σταµατοῦσα τὴν εὐχή, ἔπαυαν οἱ κινήσεις, ὅταν τὴν ἔλεγα, ἄρχιζαν.

Ὁ Γέρων Δανιὴλ βυθίσθηκε σὲ σκέψεις. Γιὰ µιὰ στιγµή, σὰν νὰ φωτίσθηκε, ρώτησε τὸν Μοναχό.

– Πάτερ Ἀλύπιε, ὅταν ἄρχισαν τὰ πρῶτα κτυπήµατα στὴν πόρτα καὶ κατάλαβες ὅτι πρόκειται γιὰ διαβολικὴ ἐνέργεια, τί εἶπες µὲ τὸν λογισµό σου;

Ἔλεγα µέσα µου: «Ἂς κτυπάη ὅσο θέλει. Ἐµένα δὲν πρόκειται νὰ µὲ ἀποσπάση ἀπὸ τὴν προσευχή µου. Μήπως τὰ ἴδια δὲν ἔκανε καὶ στὸν Μ. Ἀντώνιο;», ἀπάντησε ὁ Μοναχός.

Δηλαδὴ τὸν κατέλαβε µιὰ ἀδιόρατη ὑπερηφάνεια καὶ ἔδειξε πρὸς τὸν ἐχθρὸ ὑπεροπτικὴ περιφρόνησι, σὰν νὰ εἶχε φθάσει στὰ µέτρα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Γι᾽ αὐτὸ ἡ προσευχή του δὲν ἀνέβαινε εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό.

– Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς λέγε τὴν εὐχὴ µὲ ταπείνωση, µἐ συντριβή, τὸν συµβούλεψε ὁ Γέρων Δανιήλ. Νὰ τὴν αἰσθάνεσαι, ὅταν τὴν λές. Νὰ πιστεύης ὅτι εἶσαι ἕνας ἀµαρτωλός, ἕνας ὑπόδικος στὰ µάτια τοῦ Θεοῦ. Νὰ θεωρῆς τὴν ταραχὴ τοῦ σώµατος σατανικὴ ἐνέργεια. Καὶ ὅταν παρουσιασθῆ, νὰ παρακαλῆς τὸν Χριστὸ νὰ τὴν φυγαδέψη. Ἔτσι µόνο θὰ ἑλκύσης τὴν Θεία Χάρι.

Ὁ ταλαιπωρηµένος Μοναχὸς βρῆκε τὴν θεραπεία του. Προσευχήθηκε ταπεινὰ καὶ εἰρήνεψε. Ρίχθηκε ἀπὸ τότε µὲ περισσότερο ζῆλο στοὺς πνευµατικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν κατάκτησι τῆς ταπεινώσεως.