Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

«Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν»

Αποτέλεσμα εικόνας για και μη εισενεγκησ

Ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἠμῶν»
Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς

«Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν»

Ὁ Κύριος μᾶς παραγγέλλει νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα μας νὰ μὴν παραχωρήσει νὰ μποῦμε σὲ πειρασμό. Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, λέει: «Ἐγὼ δημιούργησα τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ δίνω τὴν εἰρήνη καὶ παραχωρῶ νὰ γίνονται τὰ κακά». Καὶ ὁ προφήτης Ἀμώς παρομοίως λέει: «Δὲν ὑπάρχει κάποιο κακὸ στὴν πόλη, ποὺ νὰ μὴν ἔγινε μὲ τὴν παραχώρηση τοῦ Κυρίου».

Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν τὰ λόγια, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀκατάρτιστους πέφτουν σὲ διάφορους λογισμοὺς γιὰ τὸν Θεό. Ὅτι δῆθεν μᾶς ρίχνει ὁ Θεὸς στοὺς πειρασμούς.

Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος καὶ μᾶς λύνει τὶς ἀπορίες. Μᾶς λέει λοιπόν: «Κανένας, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν σὲ πειρασμό, νὰ μὴ λέει· ὁ Θεὸς μὲ βάζει σὲ πειρασμό. Γιατί ὁ Θεὸς οὔτε μπαίνει σὲ πειρασμὸ ἀπὸ τὸ κακὸ οὔτε βάζει σὲ πειρασμὸ κανέναν. Καθένας μπαίνει σὲ πειρασμὸ ἀπὸ δική του ἐπιθυμία. Αὐτὴ τὸν παρασύρει καὶ τὸν ἐξαπατάει· ἔπειτα, ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ συλλαμβάνει τὸ κακὸ καὶ γεννάει τὴν ἁμαρτία· καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ, φέρνει θάνατο».


Οἱ πειρασμοὶ ποὺ ἔρχονται στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δύο εἰδῶν. Τὸ ἕνα εἶδος τῶν πειρασμῶν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ γίνονται μὲ τὸ θέλημά μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συνεργία τῶν δαιμόνων. Τὸ ἄλλο εἶδος τῶν πειρασμῶν προέρχεται ἀπὸ τὶς λύπες, τὰ βάσανα καὶ τοὺς πόνους τῆς ζωῆς, γι’ αὐτὸ μᾶς φαίνονται καὶ πικροὶ καὶ καταθλιπτικοὶ αὐτοὶ οἱ πειρασμοί. Σ’ αὐτοὺς τοὺς πειρασμοὺς δὲν συνεργεῖ τὸ θέλημά μας, ἀλλὰ συνεργεῖ ὁ διάβολος.

Αὐτὰ τὰ δύο εἴδη τῶν πειρασμῶν τὰ ὑπέστησαν στὴν πράξη οἱ Ἑβραῖοι. Ἐκεῖνοι ὅμως, ἐπειδὴ διάλεξαν μὲ τὸ θέλημά τους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ ἐπιδίωξαν τὰ πλούτη, τὴ δόξα, τὴν ἐλευθερία στὸ κακὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρία, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ τοὺς ἔλθουν ὅλα τὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ φτώχεια, ἀτιμία, αἰχμαλωσία καὶ τὰ λοιπά. Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ ἴδια κακὰ πάλι τοὺς φοβέριζε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὴ θεία ζωὴ μὲ τὴ μετάνοια.

Τὰ διάφορα αὐτὰ εἴδη τῶν τιμωριῶν τοῦ Θεοῦ, τὰ ὀνομάζουν οἱ προφῆτες «κακὰ» καὶ «κακίες». Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἐπειδὴ ὅσα προξενοῦν πόνο καὶ θλίψη στοὺς ἀνθρώπους, συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὰ ὀνομάζουν κακά. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινό. Ἁπλὰ ἔτσι τὸ ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ συμφορὲς αὐτὲς γίνονται, ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ «προηγούμενο» θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ «ἑπόμενο» θέλημά Του, γιὰ τὸ σωφρονισμὸ καὶ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Κύριός μας, συνδέοντας τὸ πρῶτο αἴτιο τῶν πειρασμῶν μὲ τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς πίκρες καὶ τὰ βάσανα, δίνει καὶ στοὺς δύο ἕνα ὄνομα, τοὺς ἀποκαλεῖ «πειρασμούς», γιατί ἐξαιτίας του0ς πειράζεται καὶ δοκιμάζεται ἡ προαίρεση τῶν ἀνθρώπων.

Ὅμως, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴν ὑπόθεση αὐτή, πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὅσα μᾶς συμβαίνουν χωρίζονται σὲ τρία εἴδη: Στὰ καλά, στὰ κακὰ καὶ στὰ ἐνδιάμεσα. Καὶ καλὰ μὲν εἶναι, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ὅλα τὰ παρόμοια, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ μετατραποῦν σὲ κακά. Τὰ δὲ κακὰ εἶναι, ἡ πορνεία, ἡ ἀπανθρωπιά, ἡ ἀδικία καὶ ὅλα τὰ ὁμοειδῆ, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν καλά. Τὰ δὲ ἐνδιάμεσα εἶναι, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀρρώστια, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ἡ δόξα καὶ ἡ καταφρόνια, ἡ ἡδονὴ καὶ ὁ πόνος, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ δουλεία καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα ἄλλοτε μὲν λέγονται καλά, ἄλλοτε πάλι λέγονται κακά, ἀνάλογα πῶς τὰ μεταχειρίζεται ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν διαιροῦν τὰ ἐνδιάμεσα σὲ δύο εἴδη καὶ ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ὀνομάζουν καλά, γιατί τὰ ἀγαποῦν, ὅπως π.χ. τὸν πλοῦτο, τὴ δόξα, τὴν ἡδονὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα. Ἐνῶ ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ὀνομάζουν κακά, διότι τὰ ἀποστρέφονται, ὅπως εἶναι ἡ φτώχεια, ὁ πόνος, ἡ ἀτιμία καὶ τὰ παρόμοια. Γι’ αὐτό, ἂν θέλουμε νὰ μὴ μᾶς ἔλθουν τὰ θεωρούμενα κακά, ἂς μὴν κάνουμε τὰ πραγματικὰ κακά, καθὼς μᾶς συμβουλεύει καὶ ὁ προφήτης : «Ἄνθρωπε, μὴν μπεῖς μὲ τὴ θέλησή σου μέσα σὲ κανένα κακὸ οὔτε σὲ καμιὰ ἁμαρτία καὶ τότε ὁ Ἄγγελος ποὺ σὲ προστατεύει, δὲν θὰ σὲ ἀφήσει νὰ πάθεις κανένα κακό».

Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέει: «Ἂν θέλετε νὰ μὲ ἀκούσετε καὶ νὰ ἐφαρμόσετε τὶς ἐντολές μου, θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἂν ὅμως δὲν θελήσετε νὰ μὲ ἀκούσετε, θὰ σᾶς θανατώσει τὸ σπαθὶ τῶν ἐχθρῶν σας». Καὶ πάλι, ἂν δὲν ὑπακούουμε στὶς ἐντολές Του, μᾶς ξαναλέει μὲ τὸν ἴδιο Προφήτη: «Πηγαίνετε στὴ φωτιὰ καὶ στὴ φλόγα τῶν κακῶν τῆς κολάσεως, τὴν ὁποία φλόγα ἐσεῖς ἀνάψατε μὲ τὶς ἁμαρτίες σας».

Ὁ διάβολος βέβαια πρῶτα ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς πολεμήσει μὲ τοὺς ἡδονικοὺς πειρασμούς, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι κλίνουμε πρὸς τὴν ἡδονή. Κι ἂν βρεῖ τὸ θέλημά μας νὰ εἶναι ὑπήκοο πρὸς τὸ θέλημά του, μᾶς ξεμακρύνει ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μᾶς φυλάττει. Καὶ τότε ζητᾶ ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ξεσηκώσει ἐναντίον μας τὸν πικρὸ πειρασμό, δηλαδὴ τὶς θλίψεις καὶ τὶς συμφορές, γιὰ νὰ μᾶς ἀφανίσει ἐντελῶς, ἀπὸ τὸ πολὺ μίσος ποὺ ἔχει ἐναντίον μας καὶ γιὰ νὰ μᾶς κάνει ἀπὸ τὶς πολλὲς θλίψεις νὰ πέσουμε σὲ ἀπελπισία. Ἂν πάλι δὲν βρεῖ τὸ θέλημά μας νὰ εἶναι ἀκόλουθο στὸ δικό του θέλημα, στὸ νὰ ἐκτελέσουμε δηλαδὴ τὸν ἡδονικὸ πειρασμό, πάλι ξεσηκώνει τὸν δεύτερο πειρασμὸ τῶν θλίψεων, γιὰ νὰ μᾶς βιάσει μὲ τὶς θλίψεις νὰ πέσουμε στὸν ἡδονικὸ πειρασμό.

Γι’ αὐτὸ μᾶς παραγγέλει ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγοντας : «Ἔχετε νήψη, ἀδελφοί μου, προσέχετε καλὰ καὶ ἀγρυπνεῖτε, διότι, ὁ ἐχθρός σας διάβολος περπατάει καὶ σὰν τὸ θυμωμένο καὶ πεινασμένο λιοντάρι ψάχνει νὰ βρεῖ κάποιον, γιὰ νὰ τὸν καταπιεῖ». Ἐπιτρέπει δὲ ὁ Θεὸς νὰ πέσουμε σὲ πειρασμούς, ἢ κατ’ οἰκονομία πρὸς δοκιμασία μας, ὅπως στὸν δίκαιο Ἰὼβ καὶ τοὺς ἄλλους Ἁγίους, καθὼς τὸ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητές Του: «Σίμων, Σίμων, νὰ ὁ Σατανᾶς ζήτησε ἄδεια νὰ σᾶς κοσκινίσει, ὅπως τὸ σιτάρι, δηλαδὴ νὰ σᾶς ταράξει μὲ πειρασμούς». Ἢ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πέσουμε στοὺς πειρασμοὺς κατὰ παραχώρηση, ὅπως στὸν Δαβίδ, ποὺ παραχώρησε νὰ πέσει στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο ποὺ ἐπέτρεψε νὰ πέσει στὴν ἄρνηση, ἐπειδὴ εἶχε κάποια ἔπαρση. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πειρασμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ Θεοεγκατάλειψη, ὅταν δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπει κάποιον, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς Ἰουδαίους.

Καὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ γίνονται κατ’ οἰκονομία Θεοῦ στοὺς Ἁγίους, ἔρχονται ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ Ἅγιοι δίκαιοι καὶ τέλειοι καὶ νὰ λάμψουν περισσότερο μὲ τὴ νίκη τοὺς ἐναντίον τοῦ ἀντίπαλου διαβόλου. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ γίνονται κατὰ παραχώρηση, ἐπιτρέπονται γιὰ νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο στὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἔγινε ἢ γίνεται ἢ πρόκειται νὰ γίνει. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ πειρασμοὶ ποὺ γίνονται κατὰ Θεία ἐγκατάλειψη, ἔχουν αἰτία τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν κακή του προαίρεση καὶ ἐπιτρέπονται γιὰ τὴν ὁλοσχερῆ του καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια.

Ἔτσι λοιπὸν ἐμεῖς, ὄχι μόνο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς πειρασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς ἡδονὲς σὰν νὰ εἶναι φαρμάκι τοῦ πονηροῦ ὄφεως, ἀλλά, ἂν μᾶς ἔλθει τέτοιος πειρασμὸς χωρὶς τὸ θέλημά μας, νὰ μὴν τὸν δεχθοῦμε καθόλου.

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στοὺς πειρασμούς, ποὺ δοκιμάζεται τὸ σῶμα μας, νὰ μὴ ριψοκινδυνεύουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ ὑπερηφάνεια καὶ αὐθάδεια, ἀλλὰ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μὴ μᾶς ἔλθουν, ἂν εἶναι θέλημά Του. Καὶ εἴθε νὰ Τὸν εὐαρεστήσουμε, χωρὶς νὰ περάσουμε μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν πειρασμῶν. 

Ἂν πάλι ἔλθουν τέτοιοι πειρασμοί, νὰ τοὺς δεχθοῦμε μὲ χαρὰ καὶ μὲ εὐχαριστία ὡς μεγάλα χαρίσματα. Αὐτὸ μόνο νὰ παρακαλοῦμε, νὰ μᾶς ἐνδυναμώνει νὰ νικήσουμε μέχρι τέλους τὸν πειραστή μας, γιατί τοῦτο μᾶς λέει τὸ «μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Τὸν παρακαλοῦμε δηλαδὴ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσει, νὰ πέσουμε νικημένοι στὸ φάρυγγα τοῦ νοητοῦ δράκοντα, καθὼς καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Νά εἶστε νηφάλιοι καὶ πάντοτε νὰ προσεύχεσθε, γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθετε σὲ πειρασμό». Δηλαδὴ νὰ μὴν νικηθεῖτε ἀπὸ τὸν πειρασμό, γιατί τὸ πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἀλλὰ ἡ σάρκα εἶναι ἀσθενής.

Κανεὶς ὅμως, ἀκούοντας ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς πειρασμούς, ἂς μὴν προφασίζεται «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» καὶ νὰ προβάλλει ὅτι εἶναι ἀδύνατος καὶ ἄλλα παρόμοια, ὅταν ἔλθουν οἱ πειρασμοί. Διότι, τὴν ὥρα τὴ δύσκολη, ὅταν κάποιος φοβηθεῖ τὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ἀντισταθεῖ, γίνεται ἀρνητὴς τῆς ἀλήθειας.

Λόγου χάριν: Ἂν ἔλθει κανεὶς σὲ περίσταση νὰ βιασθεῖ καὶ νὰ ἀπειληθεῖ γιὰ τὴν πίστη του, ἢ γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἀλήθεια, ἢ γιὰ νὰ καταπατήσει τὴ δικαιοσύνη, ἤ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἢ κάποια ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂν σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις παραιτηθεῖ, ἀπὸ φόβο γιὰ νὰ διασώσει τὴ σωματική του ἀκεραιότητα, καὶ δὲν ἀντισταθεῖ γενναῖα, ἂς ξέρει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἔχει μέρος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μάταια ὀνομάζεται Χριστιανός. Ἐκτὸς ἂν μετανοήσει μετὰ ἀπ’ αὐτὰ μὲ πικρὰ δάκρυα. 

Καὶ πρέπει νὰ μετανοήσει γιατί δὲν μιμήθηκε τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανούς, δηλαδὴ τοὺς μάρτυρες, ποὺ ἔπαθαν τόσα γιὰ τὴν πίστη τους. Ἐννοῶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ποὺ πέρασε τόσα μαρτύρια γιὰ τὴ δικαιοσύνη, τὸν ὅσιο Ζωσιμᾶ ποὺ κακοπάθησε γιὰ τὴν εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους πολλούς, ποὺ δὲν εἶναι ὥρα τώρα νὰ ἀναφέρουμε, καὶ οἱ ὁποῖοι ὑπέμειναν πολλὰ βάσανα καὶ πειρασμούς, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Τὶς ἐντολὲς αὐτὲς πρέπει νὰ φυλάττουμε καὶ ἐμεῖς, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πονηρό, σύμφωνα μὲ τὴν Κυριακὴ Προσευχή.