«Ω αδελφοί μου αγαπητοί, από πόση οδύνη και λύπη είναι η ψυχή μου γεμάτη, διότι, ενώ εγώ θέλω να διηγηθώ τα θαυμάσια της χειρός του Χριστού και το ανέκφραστο κάλλος της, για να πληροφορηθείτε και να μάθετε την μεγαλοσύνη της και ζητήσετε να τον λάβετε μέσα σας, δεν βλέπω όμως μερικούς από σας να προσέχουν με πόθο και θέρμη στα λεγόμενα ή να επιθυμούν ν’ απολαύσουν τέτοια δόξα.
Γι’ αυτό μένω εντελώς άφωνος, μη μπορώντας να ειπώ ή να εξηγήσω σε κάποιον την δόξα του Χριστού και Θεού μας, την οποία χαρίζει σε όσους την ζητούν με όλη την ψυχή τους.
Αλλά πόση είναι η κατάπληξή μου και πόση η μεγαλοσύνη των δωρεών του Θεού, διότι εγκατέλειψε τα σοφά του κόσμου και τα ισχυρά και τα πλούσια, και από την πολλή και ανέκφραστη αγαθότητά του εξέλεξε τα ασθενή του κόσμου και τα μωρά και τα πτωχά.